ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
"Γιατί κάθε φορά που σκέφτομαι
ότι μπορεί να πεθάνεις
ότι μπορεί να πεθάνεις
με πηγαίνεις πίσω
στην παιδική σου ηλικία;"
Ποίηση, ποιητική φόρμα, πρόζα σε ποίηση, ποίηση σε πρόζα;
Όπως κι αν είναι, όσοι έχουμε χάσει τη μητέρα μας, δεν μπορεί να μην μας αγγίξει βαθιά αυτό το βιβλίο της Έρσης Σωτηροπούλου.
Η αρχή του τέλους για τη μαμά μας, τι είναι για εμάς;
Όταν το νιώθει και το νιώθουμε κι εμείς ότι όπου να' ναι θα φύγει και θα μας αφήσει, γιατί υπάρχει η ανάγκη για τις στιγμές του αποχαιρετισμού, του απολογισμού, των αναμνήσεων, των τύψεων;...
Και πώς θα τις βιώσουμε αυτές τις στιγμές;
Είναι κάτι φρικτό ο θάνατος; Θα την ταλαιπωρήσει, θα την τρομάξει;
"Μαμά μη φοβάσαι".
Βλέποντας τη μαμά να υποφέρει, υποφέρεις κι εσύ, το παιδί της, γιατί η τελική ευθεία είναι βασανιστική και για σένα.
Ο πνιγμός συμβαίνει και στις δυο. Πνίγεσαι μαζί της στη θάλασσα, ναυαγείς, δεν αντέχεις.
Γίνεσαι ο άγγελος φύλακας, την προσέχεις και κυρίως την καταλαβαίνεις.
"Δεν ήθελα να γίνω γιαγιά.
Ήθελα να φλερτάρω".
Η μητέρα - ναυγός σε παρασέρνει στο βυθό.
"Να κοιμηθείς μαζί της μια νύχτα".
Την λυπάσαι, την συμπονείς, την συγχωρείς!
Η ασθένεια που καταβάλλει και το τέλος που καλπάζει σε τραυματίζουν, σε σφάζουν.
"Ένα γερασμένο σώμα που κανείς δεν το χαϊδεύει πια".
Η απώλεια του γονιού, η κατάρρευση , η ανημποριά του να κάνεις κάτι ώστε να ανατρέψεις την πορεία του θανάτου, σε στιγματίζουν και μένεις απαθής να παρακολουθείς το βύθισμα.
"Ένα κομμάτι αποσπάται από τη μητέρα".
Κ.Μ