Σάββατο 4 Ιουλίου 2020


Μπαίνοντας χθες σ' ένα βιβλιοπωλείο, ψάχνοντας για κάτι συγκεκριμένο, καινούριο, εντελώς φρέσκο, πέφτω πάνω σ' αυτό το βιβλίο. Γνώριμο. Διαβασμένο. Από εκείνα που κάποτε δάνεισα και "ξέχασαν" να έρθουν πίσω. Απόκτημα αγαπημένο, να μπει στη θέση του μαζί με τα υπόλοιπα της συγγραφέως. (Κέδρος νομίζω ήταν τότε, Πατάκης τώρα).

Το "Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές" της Έρσης Σωτηροπούλου είχε βραβευτεί με το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας το 2000 καθώς και το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω, ωστόσο το βιβλίο αργότερα απαγορεύτηκε και αποσύρθηκε από τις σχολικές βιβλιοθήκες ως πορνογραφικό. (Υποκρισία και  έλλειψη γνώσης της σχέσης ανάμεσα σε λογοτεχνία και γλώσσα). Το βιβλίο έχει μεταφραστεί και κυκλοφορήσει πολύ στο εξωτερικό.  Σήμερα ξαναδιαβάζοντάς το δεν βρίσκω κάτι το σοκαριστικό, το τόσο χυδαίο ώστε να μην μπορεί να διαβαστεί και από νεότερα παιδιά (που βλέπουν πια τόσα και τόσα στο ίντερνετ).

Οι ήρωες του βιβλίου (εκτός από το παράλογο), είναι τέσσερις νεαροί εκ των οποίων η μία, η Λία, έχει προσβληθεί από έναν καινούριο ιό και νοσηλεύεται, με κίνδυνο της ζωής της αφού πρόκειται για θανατηφόρο ιό. Η ζωή των νεαρών αυτών μοιάζει με τα νεράντζια που μένουν πάνω στο δέντρο, ωριμάζουν, πέφτουν, κατρακυλάνε στις κατηφοριές. 

Πρόκειται για ένα βιβλίο βαθύ, αρκετά σκληρό, και για όποιον δεν είναι τόσο μυημένος, θα φανεί από αδιάφορο ως μέτριο, ίσως και κακό. Σίγουρα δεν θα γοητεύσει κάποιον που δεν έχει διαβάσει πάρα πάρα πολλή λογοτεχνία και ποίηση, κάποιον που έχει εθιστεί στην παραδοσιακή λογοτεχνία, που αρέσκεται σε ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, (συνήθως προτιμά το καλό τέλος). Εδώ έχουμε ανθρώπους που φλερτάρουν με τα άκρα, που αγγίζουν το μηδέν, που όλα τους πάνε στραβά, που έχουν μπουχτίσει από την ισοπεδωμένη καθημερινότητα, που πασκίζουν να βγουν από το τέλμα.

Το βιβλίο παρουσιάζει μια μοναδικότητα στη γραφή, σχεδόν ποιητική με πινελιές λυρισμού μέσα στον συγκλονισμό ο οποίος διαπλέκει τις ιστορίες των αλλόκοτων προσώπων του, έχει μια δυνατή φωνή και είναι προφανές ότι πρόκειται για ευφάνταστη μυθοπλασία που σε κρατά εκεί και μετά το τέλος της ανάγνωσης.

Αποσπάσματα:

"Θυμάσαι όταν γεννήθηκε η Σίσυ και πήγαμε να τη δούμε στην κλινική και μας είχαν πάρει δώρο ένα κουτί χαρτοκοπτικής που υποτίθεται ότι μας το έφερε η Σίσυ και σε κάποια στιγμή έφεραν το φαγητό στη μαμά, ψάρι στον φούρνο που εμάς ποτέ δεν μας άρεσε, αλλά εκείνη την ημέρα αρχίσαμε να τσακωνόμαστε ποιος θα το φάει;..."

"Σ' αγαπώ" είπε η Νίνα κι αγκάλιασε το ψυγείο. Ήταν σχεδόν στο ύψος της. Το ψυγείο τρεμούλιασε μ' ένα μικρό βογκητό κι έμεινε πάλι σιωπηλό. Κράτησε κι αυτή την αναπνοή της. "Σ' αγαπώ" ξαναείπε χαϊδεύοντας την ψυχρή επιφάνεια. Από τον γάντζο κρεμόταν το μαχαίρι για τα καρπούζια. Μέσα στο σκοτάδι βρήκε τη λαβή και την έπιασε. Όλοι θα το μετανιώσουν, σκέφτηκε.

"Τρεις γέροι κάθονταν σ' ένα παγκάκι χωρίς να μιλάνε και χάζευαν την κίνηση γύρω από τις βάρκες, το άκρον άωτον της ευτυχίας. Πώς το είπατε αυτό; Ακριβώς έτσι. Έτσι θα του άρεσε να γεράσει. Να μπορεί ν' αναπνέει όντας αναίσθητος κάτω από τον ήλιο. Να κοιτάζει τον ψαρά που τραβάει τα δίχτυα έξω από τη βάρκα βρίζοντας μέσα από τα δόντια  του, ύστερα έναν γλάρο που χοροπηδάει κουτσαίνοντας, ύστερα ένα μικρό παιδί με μισοφαγωμένο καλαμπόκι, ύστερα τίποτα. Χωρίς πάθος, καμιά συγκίνηση. Να νιώθει μόνο τους ρόζους στο παγκάκι που κάθεται κι ακουμπάνε τα χέρια του, να ακολουθεί τα νερά του ξύλου ψάχνοντας με τα δάχτυλά του, αυτή να είναι η μόνη συγκίνηση".

"Για λόγους που αγνοούμε, το ανοσοποιητικό σύστημα δυναμώνει τόσο πολύ που αρχίζει να καταστρέφει τα όργανα...  .... Ο οργανισμός θωρακίζεται για να πολεμήσει έναν ιό που δεν υπάρχει. Έναν κατά φαντασίαν ιό. Για ποιο λόγο το σώμα ξαφνικά επιτίθεται σ' έναν ανύπαρκτο ιό, προς το παρόν το αγνοούμε".

"Κοιτάχτηκε πάλι στον καθρέφτη, τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα, σε αναμονή. Τι περιμένει το στόμα μου; Τι περιμένω; Πολλά μικρά φιλιά, αυτό μου άρεσε πάντα, σκέφτηκε ξαφνικά. Μικρά, ατέλειωτα φιλιά. Κόλλησε το πρόσωπό της στον καθρέφτη και φίλησε τα χείλη της". 

Κ.Μ