Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016


Στην εφηβεία μου και κατόπιν στα φοιτητικά μου χρόνια διαβάζοντας ένα βιβλίο, αυτόματα το τοποθετούσα σε μια από δυο λίστες, ανάλογα με το τι μου είχε αφήσει. Στη μια λίστα (τη μαύρη), έβαζα το βιβλίο το οποίο δεν μου’ κανε κέφι να το ξαναδιαβάσω ποτέ, και στην άλλη λίστα εκείνα για τα οποία καιγόμουν ν’ ακολουθούσαν κι άλλες αναγνώσεις.
      Μερικά από αυτά θα φέρω εδώ για να τα φυλάξω σαν κοσμήματα σε μια “θήκη”, να την  ανοίγω και να τα ψηλαφώ κατά καιρούς για να πιάνω τα συναισθήματα που ένιωσα όταν τα πρωτοδιάβαζα. Να ενθουσιάζομαι και πάλι όπως την πρώτη ανάγνωση. Και ν’ ανακαλύπτω πόσο επίκαιρα είναι ακόμα και σήμερα, αφού όταν μιλάμε για κλασική λογοτεχνία εννοούμε διαχρονικότητα.


“ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ”    (The grapes of wrath)  John Steinbeck

     Οι κατατρεγμένοι αγρότες της Αμερικής την εποχή της κρίσης του 1929  με πόνο ψυχής παίρνουν το δρόμο για έναν άγνωστο κόσμο ελπίζοντας να δουλέψουν και να φτιάξουν μια νέα ζωή. Ταξιδεύουν για τη Γη της Επαγγελίας, την Καλιφόρνια, αλλά και εκεί τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμεναν. Θα γνωρίσουν την πείνα, την καταφρόνια, την απελπισία. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης (Great Depression) αξιοπρεπείς άνθρωποι διώχθηκαν από την Οκλαχόμα και με ελάχιστα υπάρχοντα βγήκαν στην αναζήτηση της τύχης τους.
       Το βιβλίο είχε εκδοθεί το 1939, αφού ο συγγραφέας έζησε ανάμεσα σε κόσμο που είχε καταστραφεί από το Κραχ και περιγράφει παραστατικά τη δραματική ζωή στην οποία βρέθηκαν χιλιάδες οικογένειες του Νότου όταν έχασαν τα πάντα με ανελέητο τρόπο. Από τη μια η παρατεταμένη ξηρασία και οι καταστροφικές ανεμοθύελλες που ερήμωσαν τις φυτείες τους και από την άλλη, οι αλλαγές στη βιομηχανία και οι κατασχέσεις των τραπεζών τους αναγκάζουν να ξεσπιτωθούν και να φύγουν γι’ αλλού.

“Και οι μετανάστες ξεχύνονταν στις εθνικές οδούς… Οι άνθρωποι κινούνταν σαν τα μυρμήγκια και έψαχναν για δουλειά, για φαΐ. Και η οργή άρχισε να αναβράζει”.

       Η οικογένεια Joads, που καλλιεργεί βαμβάκι στην Οκλαχόμα, ζώντας σε δανεικά υποστατικά των μεγαλογαιοκτημόνων, βρίσκεται παγιδευμένη μέσα σε μια απελπιστική κατάσταση. Παρόλα αυτά αρνούνται να εγκαταλείψουν το φτωχικό τους σπιτάκι και να φύγουν, αλλά θα τους διώξουν δια της βίας. Έτσι παίρνουν το δρόμο μ’ ένα σαράβαλο φορτηγό για την Καλιφόρνια που την ονειρεύονται σαν ένα ιδανικό μέρος, γεμάτο φρούτα και πλούτη, περιμένοντας να βρουν εκεί έναν αξιοπρεπή τρόπο για να ζήσουν. Ταξιδεύοντας με πολλές δυσκολίες για τη δύση θα συναντήσουν κι άλλους μετανάστες, πολλοί από τους οποίους είχαν επιστρέψει από την Καλιφόρνια, πράγμα που τους κάνει ν’ ανησυχούν για τις προοπτικές τους εκεί. Πράγματι φτάνοντας θα δουν πεινασμένα παιδιά να τους ζητούν φαγητό.

“Άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν πεινάσει, είδαν τα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που ποτέ δεν τους έλειψε κάτι πολύ είδαν την αναλαμοή της στέρησης στα μάτια των μεταναστών”.

       Η εκμετάλλευση για αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες είναι χωρίς όρια, οι εργοδότες τους συμπεριφέρονται απάνθρωπα, ώστε νιώθουν να τους κυκλώνει η πείνα, η ταπείνωση, η εχθρότητα. Η φαμίλια κλονίζεται, αλλά με καρτερία ζυμώνεται με τα δεινά και δεν χάνει τη δύναμη για να παλεύει, καθώς η ανθρώπινη μοίρα τους προστάζει. Κι όπως γίνεται πάντα η αδικία κάνει τις καρδιές να φουσκώνουν σαν ασκί έτοιμο να σπάσει.


    “Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή”. Η απίστευτη διαφθορά (σκόπιμη καταστροφή των τροφίμων για να κρατηθεί ψηλά η τιμή τους) και ο ασυγκράτητος θυμός των αγροτών που πνίγονται από τη βασανιστική τους ζωή, δίνει και τον τίτλο του βιβλίου “...και στα μάτια των πεινασμένων υπάρχει μια αυξανόμενη οργή. Στις ψυχές των ανθρώπων τα σταφύλια της οργής μεγαλώνουν και όλο βαραίνουν,  βαραίνουν συνεχώς, έτοιμα για τον τρύγο”.

     Ένα βιβλίο ύμνος για τον άνθρωπο που δονεί κάθε ψυχή καθώς διαβάζοντάς το ξανά και ξανά σου δίνει το αίσθημα για κοινωνική αλληλεγγύη, σε αφυπνίζει…
“Είμαστε ο ζώντας λαός. Δεν μπορούν να μας συντρίψουν. Το ποτάμι συνεχίζει ακάθεκτο και με δίνες και με καταρράκτες”.
    O Tom Joad κινδυνεύει να συλληφθεί για ανθρωποκτονία, και αποφασίζει να φύγει κρυφά μια νύχτα. Η μητέρα του ξυπνά και τον ρωτά: "Δεν θα με αποχαιρετήσεις Τομ;" Κι εκείνος με το αντίο του, της υπόσχεται ότι θα βρίσκεται πάντα να υπερασπίζεται το δίκαιο των καταπιεσμένων.


"Δεν έχουμε τη δική μας ψυχή. Έχουμε ένα μέρος από μια μεγάλη ψυχή. Μια μεγάλη ψυχή που ανήκει σε όλους...

Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο.
Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν.


Θα βρίσκομαι εκεί… "


Κατερίνα Μαυρομμάτη.