Mερικά από τα διηγήματα του Εμμανουήλ Ροΐδη με είχαν συγκινήσει μέχρι δακρύων. Το βιβλίο αυτό το αγόρασα από την Σύρο το 2009 και το είχα απολαύσει τότε στις διακοπές στο αγαπημένο μου νησί.
Από τότε είχα να το ανοίξω και το ξετρύπωσα σήμερα ανακαλύπτοντας ότι θυμάμαι ακόμα κάποια διηγήματα, αλλά κυρίως νιώθοντας ευχαρίστηση να διαβάζω κάτι στη γλώσσα του Ροΐδη και να μεταφέρομαι στη νοοτροπία της εποχής εκείνης (19ος αιώνας).
Η Ερμούπολη υπήρξε οικονομική πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και η ευρωστία της δημιούργησε μια εξαιρετική πνευματική δραστηριότητα.
Η Σύρα δεν γλιτώνει από το σατιρικό οίστρο του Ροΐδη, με ήρωες τους κοινούς, συνηθισμένους ανθρώπους της καθημερινότητας, άλλοτε ταραγμένης και άλλοτε ήρεμης.
Αποσπάσματα από κάποια διηγήματα:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ
"Ανάλογος της τοιαύτης του βίου ευθηνίας και της πληθώρας διδασκάλων ήτο των μουσικών μαθημάτων η τιμή, οι δε φιλόμουσοι πάσης κοινωνικής τάξεως Ερμουπολίται ωφελούντο της ευκαιρίας, όπως διδαχθώσιν, έκαστος αντί μικράς θυσίας το όργανον της εκλογής του. Ουδέποτε ουδαμού αντήχησαν όσα τότε εις την Σύραν βιολία, φλάουτα, τρόμπαι, πίφερα, μανδολίνα, κόρνα και κλαρινέτα. Ο περιερχόμενος τας στενωπούς της πόλεως, και μάλιστα τας Κυριακάς, επνίγετο εις κύματα μελωδίας εξορμώντα εκ παντός παραθύρου".
ΤΟ ΞΕΣΤΟΥΠΩΜΑ
"Εις απόστασιν ολίγων βημάτων προηγείτο ημών κατάξηρος κ' εκείνος ψωραλέος όνος, σύρων επιμόνως βαρέλαν ύδατος, τοποθετημένην επί είδους διτρόχου χειραμάξης υπό την οδηγίαν γραίας χωρικής. Το πρόσωπον αυτής δεν εβλέπαμεν, αλλά μόνην την ράχιν, ήτις τοσούτον είχε κυρτωθή υπό το βάρος των ετών και των μόχθων, ώστε εσχημάτιζεν ορθήν σχεδόν με τα σκέλη της γωνίαν".
Οι δυο νεαροί φίλοι σκέφτηκαν τότε να ανοίξουν το πώμα της βαρέλας και να αδειάσει όλο το νερό που η γριά είχε γεμίσει από τη βρύση.
"Τότε μόνον έστρεψε την κεφαλήν και μας είδε και είδομεν και ημείς το πρόσωπόν της. Ωμοίαζεν εκατονταετής, κάτισχον, ξηρά και μαύρη ως μούμια της Αιγύπτου. Επεριμέναμεν φωνάς, ύβρεις, κατάρας ή και πετροβόλημα. Ουδέ λέξιν όμως μας είπεν, αλλ' ηρκέσθη να στενάξη. Αδύνατον όμως είναι να λησμονήσω το άφωνον παράπονον του βλέμματος αυτής, όταν επέρασεν έμπροσθέν μας επιστρέφουσα να μεταγεμίσει το βαρέλι της εις την μακράν απέχουσαν βρύσιν".
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΟΥ
"Ο βουλευτής εκρατούσεν ένα κατάστιχο κ' εσημείωνε τα ονόματα και τι ζητούσεν ο καθένας. Όταν ήρτεν η δική μου σειρά μου είπεν ότι δεν του περισσεύει τίποτε καλόν εις την Σύρα και να πάγω να με βολέψη καλύτερα εις τας Αθήνας....
Εβόλεψα τους δικούς μου σ' ένα μικρό ξενοδοχείο κ' έτρεξα να εύρω το βουλευτή.... Μου είπε ότι "η θέσις των υπουργικών βουλευτών είναι δύσκολος δια το πλήθος των απαιτήσεων", θα προσπαθήση όμως να μου εύρη μιαν μικράν θέσιν και να περάσω μετά οκτώ μέρες".
Τρεις όλες εβδομάδες επήγαινα πρωί βράδυ εις το σπίτι του... Η μεγαλύτερη όμως σκάσι μου ήταν όταν έβλεπα εις τες εφημερίδες, πως οι άλλοι Συριανοί κομματάρχες είχαν όλοι διορισθή, άλλος αστυνόμος, άλλος εισπράκτορας, άλλος ζυγιστής εις το τελωνείο...
Ακόμη δεν είχαμεν αποκλάψει τα τέσσερα παιδιά, όταν γυρίζοντας ένα μεσημέρι από τη δουλειά μου βλέπω από μακριά, εμπρός στην πόρτα του σπιτιού μας, κόσμο πολύ... Εσίμωσα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η γυναίκα μου σωριασμένη κατά γης, ανάμεσα σε δυο γειτόνισσες που την έτριβαν με ξίδι να την ξελιγοθυμήσουν, και στο πλάγι της ένα άλλο αναίσθητο καταματωμένο σωρό. Ο σωρός ήταν ο Γιάννης μου, εκείνος που μ' έλεγε πως θα κάνη υπότροφο ο βουλευτής... Περισσότερους ανθρώπους σκοτώνουν οι αμαξάδες εις τας Αθήνας, παρά αι τίγρεις εις τας Ινδίας".
Απολογούμαι που δεν γράφω πολυτονικό όπως θα έπρεπε κανονικά να μεταφέρω εδώ τα κείμενα αυτά.
Κ.Μ