ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΕΜΠΤΗ
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Στη γειτονιά ήταν ένα δέντρο, πλατάνι που χάριζε δροσιά μέσα στο πύρωμα των ωρών. Υψωνόταν στη μέση του δρόμου σαν να πλάστηκε σε λάθος μέρος και στεκόταν διαπράττοντας κάποιου είδους παράπτωμα. Τα παιδιά κάναμε γύρω γύρω κύκλους και χοροπηδούσαμε όλη μέρα, πανηγυρίζοντας για άγνωστο λόγο και υμνώντας τη γενναιοδωρία του πράσινου που κουνούσε την ησυχία του αέρα. Στα κλαδιά του περνούσαν τις χαρούμενες στιγμές τους τα πουλιά και στον κορμό του σκαλίζανε τα σημάδια τους οι πρώτοι έρωτες. Οι τροχιές της καθημερινότητάς μας κατέληγαν θέλοντας και μη στο δέντρο και τα αυτοκίνητα απαρνιόντουσαν την ταχύτητα για να το παρακάμψουν. Καημοί, φιλιά, κουβέντες, στεναγμοί, ξημέρωμα και σούρουπο, συσσωρεύονταν ασταμάτητα στην αιωνόβια κορμοστασιά του και στα νιόβγαλτα φυλλώματά του.
Είπανε όμως ότι θα γινόταν μεγάλος, φαρδύς δρόμος, άσφαλτος, θα ερχόταν και η βασίλισσα της Ελλάδος, θα περνούσε από εδώ και θα την ραίναμε με πέταλα και γιασεμιά, σε τέτοιο χωματόδρομο θα την υποδεχόμασταν; Και με το δέντρο μέσα στη μέση σαν κολώνα της ηλεκτρικής σε σαλόνι, θα της έπεφτε το στέμμα από τη σαστιμάρα.
Οι μπουλντόζες και οι εκσκαφείς ήρθαν ένα πρωί, στις έξι η ώρα μιας Πέμπτης συννεφιασμένης και μας ξύπνησαν με τον απαίσιο σκληρό και αιχμηρό ήχο της κακίας τους, καθώς βάλθηκαν να ξεριζώνουν γύρω γύρω το δέντρο μας.
Βγήκαμε έξω και φωνάζαμε δυνατά, χωρίς να λέμε κάτι συγκεκριμένο, μόνο ουρλιάζαμε σαν ζώα που τα πάνε για σφαγή και νιώθουν το στερνό τους βάσανο και δεν σταματούν τις απανωτές απελπισμένες κραυγές. Το δέντρο δεν είχε φωνή, αλλά εμείς είχαμε.
Κάποια τολμηρά αγόρια μπήκαν μπροστά από τον τεράστιο εκσκαφέα, εμποδίζοντας το μίσος του για τις ρίζες του δέντρου μας. Η μαμά μου πήρε το λάστιχο ποτίσματος και κατάβρεξε τα απρόσκλητα μηχανήματα, για να τα διώξει, λες και ήταν γάτες και θα το έβαζαν στα πόδια με τις πρώτες σταγόνες νερού. Κλήθηκε η αστυνομία, κατέφθασε και ο δήμαρχος, και ξοπίσω του ο Άγγλος έπαρχος, ήρθαν κάμποσοι, άγνωστοι μας, μαζεύτηκε κόσμος από τις γύρω οδούς και ξεσήκωναν τον κόσμο. Κάθε σκάψιμο του γαμψού ράμφους της μεταλλικής πιρούνας, τρυπούσε την ψυχή μας, μας πλήγωνε αφάνταστα και αφήναμε ένα εκφώνημα αντίθεσης, σαν προσωδία, για να δηλώσουμε το αίσθημα πόνου του δέντρου μας. Η αστυνομία αποφάνθηκε ότι θα έπρεπε να το πάρουμε απόφαση ότι το δέντρο θα πεθάνει, καθώς ήρθε η ώρα του. Αλλά τα δέντρα δεν κουράζονται, η ζωή τους ξέρει μόνο να είναι όρθια, αράζουν και χαίρονται για πάντα εκεί όπου φύτρωσαν και δεν έχει κανείς την άδεια να τα σφάξει έτσι αυθαίρετα. Η βασίλισσα ας περνούσε περιφερειακά, όπως όλα τα αμάξια…
Το δέντρο σώθηκε! Σαν ένα θαύμα, μετά από φοβερούς καυγάδες, απαρηγόρητα κλάματα των παιδιών και τρομερές απειλές των μεγάλων, οι αρμόδιοι αποφάσισαν να το αφήσουν να ζήσει.
Πήραμε κορδέλες και τις δέσαμε στους διασωθέντες κλώνους του. Τη νύχτα καθίσαμε γύρω γύρω από τον χοντρό κορμό του και τραγουδούσαμε. Φέραμε τα μαντολίνα μας και τις φυσαρμόνικες και παίζαμε σκοπούς απελευθέρωσης, επαναστατικές φωνές με αίσθηση δικαίου. Ήμασταν μικρά παιδιά, και μετείχαμε με σθένος στην απόφαση να μην αφεθεί ένα δέντρο στη μαύρη μοίρα του. Το αγκαλιάσαμε με αγάπη αληθινή και του δώσαμε δικαίωμα στη ζωή.
Ένας διαφορετικός λόγος ακούστηκε σε μια ασήμαντη γειτονιά, όπου κάποιο δέντρο, φάνηκε τυχερό και τη γλύτωσε… Ας βάλει ο καθείς το λιθαράκι του για ένα κοινό καλό, έστω μικρό, έστω προσωρινό.
Η απάντηση είναι “ΚΑΙ εσύ”, σ’ εκείνη την ερώτηση: “Εγώ θα σώσω τον πλανήτη;”
Κατερίνα Μαυρομμάτη 18/6/2015