Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

                                                              ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΕΜΠΤΗ


                                           Στον ταρσανά

   Οι γονείς της Αρχοντούλας ήσαν αγράμματοι. Ζούσαν σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη των νεώριων, δίπλα σ’ έναν ταρσανά. Καραβομαραγκός ο πατέρας, από κοντά και η μάνα με το ροκάνι να παιδεύεται σαν άντρας. Σκληρή ζωή, βαριά όπως τη σκεπαρνιά πάνω στο σκαρί. Πέντε παιδιά μεγάλωσαν μέσα στη φτώχεια, την κακιά φτώχεια. Γιατί υπάρχει και η καλή φτώχεια. Εκεί όπου η αγάπη πέφτει σαν πέπλο και καλύπτει τις ανάγκες της καρδιάς. Αλλά η Αρχοντούλα και τα τέσσερα αδέρφια της, δεν είχαν την τύχη να νιώσουν ποτέ αυτό που λέμε αγάπη.  Η ίδια βαναυσότητα  έπεφτε στην καρίνα του καϊκιού και στα κοπέλια.
   Ως μοναχοκόρη η Αρχοντούλα είχε αναλάβει τα πάντα, όλες τις δουλειές του σπιτιού, το μαγείρεμα και το πλύσιμο των ρούχων. Ποτέ της δεν άκουσε ένα καλό λόγο, ούτε κάποιο ευχαριστώ, αντίθετα μόνο κατηγόριες και μομφές για ό,τι κι αν έκανε. Όλο νεύρα, φωνές, βρισιές. “Ζώο, ακόμα να μάθεις να δένεις τη σάλτσα”. Μόνο δέκα χρονών παιδάκι, υποχρεωνόταν σε κοπιαστικές μέρες, που λίγο λίγο λάξευαν τη ζωή της με οδυνηρή ράσπα. Και επιπλέον την ξυλοφόρτωναν όταν κάτι πήγαινε στραβά. Επειδή της είχε κολλήσει ο τραχανάς, την άρπαξε η μάνα της από τα μαλλιά και βαρούσε την κεφαλή της στον τοίχο. Και την άλλη φορά που ξέχασε να βάλει νερό στο γουρούνι, πήρε μια βέργα ο πατέρας της και την πόνεσε σε όλο της το κορμάκι. Παράδοξο, αλλά ένας άνθρωπος που μπορεί και να μην είναι κακός, κάνει μεγάλο κακό. Και μάλιστα σε όσους υποτίθεται ότι αγαπάει.
   Οι γονείς της Αρχοντούλας δεν ήσαν μόνο αγράμματοι. Είχαν και άλλες ελλείψεις, που όλες μαζί συντελούσαν στην ολοκληρωτική καταστροφή μιας ψυχής. Αυτά όλα που συνέβαιναν τότε, μόλις άρχιζε η δεκαετία του πενήντα, αν σήμερα τα έπαιρνε είδηση ένας δάσκαλος, θα κατέληγαν στη φυλακή, χάνοντας την επιμέλεια των παιδιών τους. Τότε όμως, δεν υπήρχε η λέξη “ψυχολογία”, ούτε ακουστά. Και οι γονείς θεωρούσαν καθήκον τους να μεγαλώνουν αυστηρά, κάτω από πλήρη δικτατορία τα παιδιά τους.
    Τα τέσσερα αγόρια έφυγαν νωρίς από το νησί. Στα καράβια, χάθηκαν σε λιμάνια του κόσμου και δεν έδωσαν σημεία ζωής. Η Αρχοντούλα έμεινε σαν μοναχοπαίδι πια να φροντίζει τους γονείς της μαζί με όλα τ’ άλλα. Και να δέχεται αγόγγυστα τα ξεσπάσματά τους, αφού ακόμη και μεγαλοκοπέλα, δε δίσταζαν να γυρίζουν χέρι πάνω της.
  Ώσπου ήρθε η ώρα να ζήσει και η ίδια μια φυσιολογική ζωή. Πήγε στην Αθήνα, έκανε οικογένεια, γέμισε με αγάπη, χωρίς ποτέ να έχει συγκρούσεις και καυγάδες ή να σηκώσει χέρι πάνω στα παιδιά της που τα λάτρευε. Κι όταν αυτά πήραν το δικό τους δρόμο και η Αρχοντούλα χήρεψε, κάτι την τραβούσε να γυρίσει πίσω στο πατρικό της. Άφησε την Αθήνα και μια μέρα, μια Πέμπτη δροσερή σαν άρχιζε το καλοκαίρι, έφτασε στο νησί.
  Ο ταρσανάς δεν υπήρχει πια ούτε σαν απομεινάρι μιας ταλαίπωρης καθημερινότητας.  Οι γονείς της, σχεδόν ανήμποροι  και να περπατήσουν. Δυο αξιολύπητα όντα που μόνο οίκτο προκαλούσαν. Ωστόσο στην καρδιά της Αρχοντούλας έμενε ακόμα και κάτι άλλο πέρα από τον οίκτο. Αγάπη!.. Μόνοι, μέσα σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι, παρέα με κατσαρίδες και ποντίκια, αυτοί οι άνθρωποι ήσαν οι γονείς της. Είχε αποφασίσει να δοκιμάσει την αγάπη, σαν το μέλι που κάνει καλό όταν χαθεί η φωνή μας. Γιατί πίστεψε ότι μπορείς να μαζέψεις τις άσχημες εμπειρίες σου και να τους αφαιρέσεις όλη τη μνησικακία, για να βγει κάτι καλό.
   Και μια αγαθή καρδιά, μπερδεύεται με κακές συμπεριφορές. Οι γονείς της Αρχοντούλας δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν τα βάσανα της φτώχειας.  Εκείνη, αντί να τους διαγράψει, έβαλε το ένστικτο να την εμπνεύσει και μια μυστική δύναμη να την ωθήσει προς το μεγαλείο. Η Αρχοντούλα ανέστησε τα πάντα. Έφτιαξε τη στέγη που έσταζε, έβαψε τοίχους και πορτοπαράθυρα, φύτεψε κηπευτικά, αλλά πάνω απ’ όλα ανέστησε τη φλόγα της αγάπης. Δίδαξε στους γονείς της αυτό που όφειλαν οι ίδιοι να την είχαν διδάξει. Τους έμαθε ν’ αγκαλιάζουν, να φιλούν, να χαϊδεύουν, πράγματα απαγορευμένα και άγνωστα ως τότε.
  Πάντα παραμένει χώρος για συγχώρηση, όταν η πόρτα της καρδιάς είναι ανοιχτή. Αντί να αναπλάθουμε τα άσχημα παιδικά, μπορούμε να τα πετάξουμε, ώστε να φτιαχτεί κάτι όμορφο μέσα μας. Όπως η κοπριά που ρίχνεται πάνω στις πρασινάδες για να γίνουν πιο ζωηρές.
  Όσο κι αν το παρελθόν μας έχει πληγώσει, έχει πια παρέλθει, τέλειωσε. Αν κρατάμε κακίες, είναι σαν να αυτοτιμωρούμαστε.  Εξάλλου η έλλειψη στοργής, μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς αποφυγή, γιατί κανείς δε θέλει να προσθέσει κι άλλα λάθη στη ζωή του. Μου έλεγε ένα κορίτσι που μεγάλωσε σε ίδρυμα όπου το είχαν παρατήσει οι γονείς του: “Όταν κάνω παιδί, θα το έχω αγκαλιά σφιχτή, θα το φιλώ και θα το κανακεύω συνέχεια…”

Κατερίνα Μαυρομμάτη 4. 12. 2014