Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

  HTAN MIA ΠΕΜΠΤΗ 
 
ΜΑΘΗΜΑ ΓΑΛΛΙΚΗΣ

Τη Βιβή τη γνώρισα το 1975 στους Αμπελοκήπους. Ήταν σαν ένα κεχριμπαρένιο αφράτο ροδάκινο, ένα κοριτσάκι με σταρένια μαλλιά, που δεν ήξερε τι να κάνει με την ομορφιά που ξεχείλιζε από το ποτήρι της ευπρέπειας.  Ήταν μια Πέμπτη απόγευμα όταν μου την έφερε η μαμά της για να μάθει γαλλικά. Σύντομα ανακάλυψα ότι τα μαθήματα που ήθελε να της κάνω ήταν συγκεκριμένα. Την είχε γράψει σε επώνυμο φροντιστήριο ξένων γλωσσών και από μένα ζητούσε να της λύνω τις γραμματικές ασκήσεις που τους έβαζαν και να της γράφω τις εργασίες. Στην αρχή θύμωσα και αποφάσισα να αρνηθώ αυτό το στημένο ψεύτικο αλισβερίσι, αλλά ας όψεται η φτώχεια, πρωτοετής ούσα και άφραγκη σε ξένο τόπο.  Άλλωστε ενώ το κορίτσι ήταν στουρνάρι,  και όχι μόνο δε σκοτιζόταν να μάθει γαλλικά, αλλά σερνόταν σε ανείπωτη τεμπελιά, που βαριόταν ακόμα και να αντιγράψει τα έτοιμα, εγώ κατέληξα να τη συμπαθώ.
   Η μαμά της, αρκετά ηλικιωμένη, που ο καθένας θα την περνούσε για τη γιαγιά της, ερχόταν μαζί της, μέσα σ’ ένα φρενήρη ενθουσιασμό, φορτωμένη μαργαριταρένια κολιέ και χρυσά δακτυλίδια, και καθόταν δίπλα μας μέχρι το τέλος της ώρας, επεμβαίνοντας κάθε τόσο με θαυμαστικά του τύπου “βλέπεις μωρό μου, εύκολο είναι!” και “η δασκάλα σε αγαπάει, αν δεν το κατάλαβες, να στο ξαναπεί”.  Οι παρεμβάσεις της έφταναν ως το παράλογο. Μια φορά, μεταφράζοντας ένα κειμενάκι στα ελληνικά, πέσαμε πάνω στη λέξη diable. Μόλις άκουσε εκείνη που είπα “διάβολος”, εξαγριώθηκε. “Όχι Βιβή μου! Μη γράψεις τέτοια λέξη στο τετράδιό σου παιδάκι μου! Αμαρτία είναι…” και σταυροκοπήθηκε, λέγοντας “Ιησούς Χριστός!” Και βέβαια η Βιβή υπάκουσε, και αφού μιμήθηκε τη μαμά της, αφήσαμε ένα κενό στο κείμενο, να χάσκει σαν στόμα νεοσσού στη φωλίτσα. Είχα την εντύπωση ότι η μαθήτριά μου ήταν η μαμά και όχι η κόρη.
    “Αν βάλεις κάποιο μέσο, να μιλήσεις στους καθηγητές του Γαλλικού Ινστιτούτου, να πάρει ένα βραβείο το κορίτσι μου, θα σου το ανταποδώσω δεόντως”, μου το έλεγε προσφέροντάς μου μια καλαθούνα φουλαρισμένη καλούδια από το χωριό. Είχε φτάσει στην απατηλή ιδέα ότι εγώ θα σκεφτόμουν κάτι τέτοιο κι αν ακόμα γινόταν. Τι μπορεί να σκαρφιστεί μια μάνα για να υποδηλώσει τη βλακώδη φροντίδα για το παιδί της!..
   Σιγά σιγά κατάλαβα όλες τις πτυχές της παθολογικής τους σχέσης και της βαριάς τους αγάπης. Ως μοναχοπαίδι η Βιβή μεγάλωσε μέσα σ’ ένα πλαίσιο χρυσωμένο, από όπου της ήταν ακατόρθωτο να βγει για ν’ αντικρίσει την αλήθεια του κόσμου. Από μωρό η μαμά της δεν την είχε αφήσει να κλάψει ποτέ, δίνοντάς της ακόμα και ασπιρίνες για να ηρεμεί, πράγμα που απετέλεσε την αρχή της καταστροφής της. Με τα χρόνια την κατέστησε εξαρτώμενο άτομο από μητρική παρουσία. Κάθε μέρα την ξυπνούσε χαϊδολογώντας και κανακεύοντάς την σαν να είχε να τη δει χρόνια. Η Βιβή στα τριάντα της δεν είχε ακόμα αποκτήσει την αυτονομία της, ούτε έφυγε ποτέ από το σπίτι, αρνούμενη και θέσεις εργασίας σε άλλη πόλη για να μην απομακρυνθεί από τη μαμά της. Μεγαλώνοντάς την με τέτοιο τρόπο, ώστε η Βιβή να έχει απόλυτη ανάγκη τη στοργή της μαμάς της ως πυρήνας ύπαρξης, έφτασε να αδυνατεί πια να ξεφύγει από αυτή τη στενή σχέση ταύτισης. Μάνα και κόρη ήταν πια εντελώς ακατόρθωτο να διαχωριστούν.
     Σήμερα η Βιβή είναι κοντά στα πενήντα. Και η μαμά της ακόμα ζει. Και ακόμα ζουν μαζί!.. Κοντεύει τα εκατό πια η μάνα, κατάκοιτη, σχεδόν χωρίς επαφή με το περιβάλλον, η κόρη κάνει σαν τρελή για να την αναγκάσει να ανακτήσει τη ζωή που χάνεται στο τέλμα.  Μια φίλη μου, είναι εθελόντρια για φροντίδα στο σπίτι σε άτομα που έχουν ανάγκη από βοήθεια. “Πήγα πάλι χθες στις τρελές. Η μπόχα τρέχει ως έξω, αλλά τα μαργαριτάρια και τα χρυσάφια δεν τ’ αποχωρίζονται.  Η Βιβή κλαίει όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα. Δε θα το αντέξει λέει να τη χάσει.  Κοιμούνται πάντα στο ίδιο κρεβάτι.  Προσεύχεται  να πεθάνει πρώτα αυτή και μετά η μάνα της… Άκου τώρα!... Καλά, οι ψυχίατροι τι κάνουν;”
     Συμφώνησα με τη φίλη μου ότι είναι απαραίτητη η βοήθεια από τους ειδικούς σε τέτοιες περιπτώσεις.  Πώς όμως πείθεις την κάθε Βιβή για το αστραφτερό, καταστροφικό σπαθί της μάνας; Καθόλου εύκολο. Πολύ περισσότερο για τη συγκεκριμένη Βιβή, που η μαμά της έλεγχε κάθε της φιλία και κάθε της κίνηση. Τότε, θέλοντας να ψαρέψει τις ιδέες μου και την ποιότητά μου, με ρωτούσε διάφορα, όπως αν θα έκανα παρέα έναν αλλόθρησκο, αν πίστευα ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι άνθρωποι κανονικοί, ή αν θα μπορούσα να δεχτώ το γάμο ανάμεσα σε μια λευκή και ένα νέγρο. Κι όταν απάντησα καταφατικά σε τέτοιες ερωτήσεις, πήρε την κόρη της και δεν την ξανάφερε σε μένα.
     “Απαράδεχτο! Να σκέφτεσαι έτσι, μια χριστιανή!” μου φώναξε.

Κατερίνα Μαυρομμάτη. 20. 11. 2014