ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΕΜΠΤΗ
Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ
Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ
“Σκεφτόμουν ότι μια τόσο νέα και χαρούμενη τσιγγάνα, ποτέ δε θα μου έλεγε κάτι φοβερό για την τύχη μου. Γι’ αυτό της άπλωσα κι εγώ την παλάμη, όπως πολλοί που την είχαν κοντοζυγώσει για ένα περιδιάβασμα της μοίρας τους.
...Οι στιγμές από το αλλοτινό πρόσωπο του κόσμου μου, έρχονται και κατατεμαχίζουν τις νύχτες μου. Μια όμορφη οικογένεια υπήρξαμε κι εμείς κάποτε. Αυτό το “κάποτε” έσβησε σαν τσιγάρο. Τόσα χρόνια στην Αυστραλία, μάθαμε να μην είμαστε καχύποπτοι ή αρνητικοί με κανέναν. Κι όταν κάτι πήγαινε στραβά, ο άντρας μου έλεγε ότι όλα θα ισιώσουν. Μόνο που η ζωή μας τελικά δε βρήκε καλούπι ίσιο για να μπει. Στα πατρώα εδάφη, όταν γυρίσαμε, όλα συνέβησαν μέσα σε μια σιωπηλή συνωμοσία, σαν κάποιος να μας κορόιδεψε. Ανελέητα συμβάντα μας έριξαν σε φαράγγι παραφροσύνης.
Ο γιος μου με τη νύφη μου σκοτώθηκαν σε τροχαίο. Μόνο μια τραγωδία, από αυτές που γίνονται ώσπου να πεις κύμινο, απόμεινε όταν τρέξαμε με δύσπιστη ελπίδα, μήπως σώθηκαν από κάτι ουράνιο. Αλλά η ζωή σου δίνει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι όποτε το γουστάρει… Μ’ εμάς το γούσταρε συχνά...
Ο μικρός μας γιος έπρεπε να υπηρετήσει τη θητεία του. Οι άλλοι φαντάροι τον περικλύκλωσαν μέσα σε μια ευτελή καζούρα για τα ελληνικά του και την ευγένειά του. Ευγένεια που καμιά φορά εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Έξι μήνες μόνο, ενώ οι άλλοι δυο χρόνια. Αυτό ήταν το ασυγχώρητο. Δυο μέρες πριν να απολυθεί, τον μέθυσαν και τον ανέβασαν σε διαμέρισμα φίλου στον πέμπτο όροφο. Τον τράβηξαν στο μπαλκόνι και τον έριξαν στο κενό. Το παρουσίασαν σαν αυτοκτονία, οι έρευνες ακόμα συνεχίζονται, όμως εγώ ξέρω καλά ότι δεν πεθαίνει οικειοθελώς κάποιος που κάνει σχέδια, καθώς την προηγούμενη μέρα μού είχε αναθέσει να βγάλω τον υπνόσακό του να τον ηλιάσω, γιατί θα πήγαινε κάμπινγκ μόλις θα απολυόταν.
Φαίνεται ότι η ζωή δε θλίβεται όταν συμφοριάζει τους ανθρώπους. Συνεχίζει κανονικά να μας αφαιρεί κάθε μέσο άμυνας. Μια ολόκληρη ζωή στην Αυστραλία, με το όνειρο να επαναπατριστούμε για μια ήσυχη και ασφαλή διαβίωση εδώ, πήγε στράφι. Ξαφνικά αναδύθηκαν ένα σωρό κομπίνες και καραμπινάτες παραπλανήσεις και οι τράπεζες της σιγουριάς μας, τα άρπαξαν όλα, σαν κλέφτης που με επισημότητα και τσιριμόνιες σε ρίχνει μέσα σε φτώχεια που δε σου αρμόζει. Το έμφραγμα εξαγριώνει την καρδιά και με αλαζονεία δρα υπούλως.
Μετά και το θάνατο του άντρα μου, με τρώει μέσα μου ένα παράδοξο και ακατάσχετο αίσθημα ότι όλα ήταν προσχεδιασμένα α πριόρι και εμείς σαν καλόβολα θύματα, δεν προλάβαμε καν να αντιδράσουμε.
Η κόρη μου κι εγώ απομείναμε εκτεθειμένες στην απελπισία και στο κατακάθι της περασμένης μας ευτυχίας στην άκρη της ξενιτιάς, τότε που μόνο ο νόστος, η ομηρική λαχτάρα της πατρίδας, υπήρχε σαν σπασμός στο στομάχι.
...Το ταξίδι ήταν απαλό και η θάλασσα σαν λείο στρώμα, φρόνιμα τα κύματα και ο προορισμός μας πέρα μακριά στον ήσυχο γυμνό ουρανό… Εκείνο το μεσημέρι, μιας Πέμπτης ηλιολουσμένης, περίμενα με χαμόγελο, σχεδόν χαρούμενη, με τη χούφτα μου μέσα στο χέρι της… Η κοπέλα είχε ρίξει τα μάτια της μέσα στις βαθιές και στις ανεπαίσθητες γραμμές μου, μελετώντας με ασάλευτο σκεπτικισμό, σαν να ήθελε να τονίσει την παρουσία της στο κατάστρωμα του καραβιού.
Υποψίες για τα ψέματα που θα έφτιαχνε για να μου ξεφουρνίσει, με είχαν καλύψει σαν πέπλο υγρό από τις σταγόνες που γεννούσε η γραμμή στο βαθύ γαλάζιο νερό πίσω μας.
Ξαφνικά η ομορφούλα τσιγγάνα, γούρλωσε τα μάτια, με κοίταξε ακαριαία, πήρε μια έκφραση σκοτεινή, άλλαξε χρώμα η αύρα της. Εγώ δεν άντεχα το βάρος της στιγμής. Λες και κρατούσα ένα βιολί και κάποιος μου έκρυβε το δοξάρι πίσω από την πλάτη του, έπρεπε να κάνω μια απλή κίνηση για να το αρπάξω…
“Τι;...” ρώτησα με δυσπιστία, παρά με αληθινή αγωνία.
“Σε περιμένουν οικογενειακά δράματα…”
Έτσι μου είχε πει τότε εκείνη η νεαρή τσιγγάνα, αφήνοντας το χέρι μου αιωρούμενο και παίρνοντας αγκαλιά το σκυλάκι της, σαν να ήθελε να το προστατέψει από αυτά τα δράματα που “είδε” να ερχόντουσαν σε μένα…”
Αυτά μου διηγήθηκε η αδερφική μου φίλη Χρυσάνθη. Στην όψη της έχει πια σκαλώσει η ιδέα του ανίσχυρου, που μάταια ψάχνει μια δραπέτευση από το μέσα του...
Κατερίνα Μαυρομμάτη. 30. 10. 2014