HTAN MIA ΠΕΜΠΤΗ
Ο ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
Η είδηση κάπως συνηθισμένη πια στις μέρες μας, ήρθε κι έφυγε σαν αστραπή, χωρίς μπουμπουνητό. Ξεχάστηκε ευθύς από όλους. Την περασμένη Πέμπτη μια γυναίκα έβαλε τέλος στη ζωή της. Τι σημασία έχει το πώς και το γιατί οδηγήθηκε ως εκεί… Κάποιοι θα ξέρουν την ιστορία της, ή τουλάχιστο τη μισή, τη μια όψη του νομίσματος, ποιος θα θελήσει να το γυρίσει και από την άλλη;..
Στον επικήδειο λόγο που θα της έγραφαν όσοι την γνώριζαν, αν μπορούσαν να εκφράσουν αυτά που πίστευαν, θα ακούγαμε περίπου τα εξής:
“Μια ζωή μέσα στη θλίψη και το βουβό παράπονο ήσουν. Σαν να σε είχε κυριεύσει μια αλλόκοτη αδυναμία και μια μόνιμη σύγχυση. Ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία που δεν είχες έναν ευτυχισμένο γάμο, που δεν έβρισκες μια δουλειά, που όλα πήγαν στραβά. Από τότε που ήρθες στη γειτονιά μας, μια πανέμορφη πρασινομάτα με πλούσια μαλλιά και απαλό δέρμα, όλες σε ζήλευαν. Είχες το σπίτι σου, τον άντρα σου, το παιδί σου. Έφτιαχνες και όμορφα κεντήματα, κάθε λογής, και με το βελονάκι, τι δημιουργίες ήταν εκείνες που έβγαιναν από τα χέρια σου! Μια κουβαρίστρα να σου έδιναν και μαγικά γινόταν ένα αριστουργηματικό σχέδιο σε σεμεδάκι περίτεχνο. Δεν προλάβαινες τις παραγγελίες. Όσες είχαν κορίτσια να προικίσουν, έπρεπε να πάρουν σειρά. Κουβερλί, τραπεζομάντηλα, κουρτίνες.
Βέβαια, πάντα είχες μια περίεργη μελαγχολία, σπάνια χαμογελούσες λες κι ένα πέπλο απόγνωσης κάλυπτε τη ζωή σου. Εντάξει, ο άντρας σου ήταν βίαιος και σκληρός, μα έτσι δεν είναι όλοι τους;.. Τις προάλλες σου μαύρισε το όμορφο βλέμμα σου και ντρεπόσουν να βγεις, ούτε για τον μπακάλη. Μα θα’ πρεπε να είχες βρει έναν τρόπο, ώστε να μην ελισσόταν τόσο άτσαλα και κοπιαστικά η ζωή σου. Τα κατάπινες όλα χωρίς αντίδραση καμιά. Σαν να έφταιγες σε κάτι. Και παραδεχόσουν ότι δεν πέτυχες το κοκκινιστό ή ότι δε γυάλισες καλά το παρκέ, τον εξαγρίωνε η αγαρμποσύνη σου, έλεγες. Κι όλο ήσουν μέσα στην ενοχή. Δε μίλαγες ούτε κι όταν ακόμα σε χτυπούσε μπροστά στο παιδί και σε έβριζε μ’ εκείνη τη χυδαία λέξη για τις πρόστυχες γυναίκες. Έκλαιγες μοναχή σου μετά και ζητούσες συγνώμη από το παιδί.
Οι παραγγελίες σου όλο και λιγόστευαν. Τελευταία δεν είχες από πουθενά. Δεν είναι πια της μόδας να καλύπτουν τα έπιπλα και τα παράθυρα με δαντέλες. Κι ούτε είναι δυνατό να βρεις κάποια δουλειά. Αλλά η ζωή, έχει χαρές, όπως και να το δεις. Εσύ σαν τυφλωμένη, δεν έβλεπες καμιά. Λες και κάποιος σου αποστράγγισε τους χυμούς της ζωής σου και ξεράθηκε. Κι εσύ της έδωσες μια και την κατρακύλησες. Κρίμα!...”
Αλλά ο επικήδειος που θα της εκφωνούσε από τον άλλο κόσμο, κάποιος που την αγαπούσε όσο κανείς, θα ήταν περίπου αυτός:
“Παιδί μου, πόσο πόνεσα για τη ζωή που έζησες… Εγώ ήμουν η αιτία. Κι αυτό με κάνει να υποφέρω διπλά. Έπρεπε να είχα σιωπήσει. Να μην έλεγα σε κανέναν το παραμικρό. Στο χωριό μας δε θα το μάθαινε κανείς. Το 1954 δεν υπήρχαν τα ίντερνετ, οι δημοσιογράφοι, ούτε καν η τηλεόραση. Θα το κρύβαμε από όλους. Και θα συνεχίζαμε μια κανονική ζωή. Αλλά όταν τον είδα, μου ήρθε τρέλλα. Έβαλα τις φωνές. Δεν κουμαντάριζα τη σφιγμένη καρδιά μου και την ασυγκράτητη οργή μου. Ακούστηκε στη γειτονιά. Κι από χείλη σε χείλη, το μαθαίνουν χίλιοι…
Μια μέρα ήρθε ένας αστυνομικός και τον πήρε μαζί του. Νόμιζα ότι θα τον άφηναν, αλλά αυτοί είχαν φυλακή για ανηλίκους… Κάθε που πήγαινα να τον δω εκεί μέσα, τα μάτια του άλλαζαν σε πιο σταχτοπράσινο χρώμα, σκούραιναν. Και η καρδιά του θόλωνε. Την έβλεπα την καρδιά του. Όλο και λιγόστευε.
Όταν αποφυλακίστηκε, το χωριό δεν τον χωρούσε. Παντρεύτηκε στην πόλη, κανείς δεν ήξερε την ιστορία του. Έκανε οικογένεια και έβαλε μέσα σε ήρεμο τόπο τη ζωή του. Αλλά πάντα του ήταν συνοφρυωμένος, με τάσεις απομόνωσης, σαν να ακολουθούσε πειθήνια ένα μονοπάτι με λασπόχιονο, όπου θα γλιστρούσε και θα έπεφτε.
Δεν ήταν ατύχημα κόρη μου. Μου το είχε πει την προηγούμενη μέρα. Είχε έρθει στο χωριό να με δει. ΄Ετσι χωρίς λόγο. Μόνος του… Μπήκε στην κάμαρη, εκεί όπου σας είχα δει, και έκλαιγε γοερά σαν παιδάκι. Μου ζήτησε να τον συγχωρέσω και με αποχαιρέτησε. Δεν είχε καταφέρει ποτέ να το ξεχάσει. Την άλλη μέρα πνίγηκε. Μα αυτός ήξερε καλό κολύμπι. Ήθελε να πεθάνει.
Εγώ φταίω για το θάνατο και των δυο σας. Και για τη ζωή σας που πέρασε μέσα από οχετό. Τη μαύρισα… Η ίδια η μάνα σας…
Μα ήσουν μόνο έντεκα χρονών. Και σε βίασε. Ο αδερφός σου… Η καρδιά μου είχε ξεκολλήσει και το αίμα της με έπνιξε. Οι φωνές μου έσμιξαν με τις δικές σου κραυγές πόνου κι έγιναν δυνατό μοιρολόι.
Όταν τον φυλάκισαν, ήταν πια αργά για μένα. Για όλους μας.
Αχ κοριτσάκι μου, ήσουν η καλύτερη μαθήτρια στο σχολείο. Κι είχες φωνή αηδονιού. Τραγουδούσες κι άλλαζε το χρώμα του χωριού μας. Από κείνη τη μέρα βουβάθηκες. Τρομαγμένη ήσουν πια. Μια ανήμερη ψυχή. Αχ παιδί μου!... Κι ο άντρας σου σε καταχέριαζε επειδή δεν ήσουν παρθένα και έβαζε ο νους του διάφορα.
Τώρα η ζωή δεν μπορεί να γυρίσει τα κλεμμένα πίσω. Κι ο Θεός το κατάλαβε πια, πως ο άνθρωπος δεν είναι το πιο αψεγάδιαστο δημιούργημά του”.
( Αληθινή ιστορία )
Κατερίνα Μαυρομμάτη. 10. 4. 2014