Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014



                                                      ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΕΜΠΤΗ

                                                                Ο   ΓΑΜΟΣ





         Στο χωριό τους κοροΐδευαν οι πάντες, λόγω της σωματικής τους διάπλασης. Ο Ευτύχης, λειψός στο ύψος και στο βάρος, νόμιζες ότι μ’ ένα σιγανό φύσημα τ’ αγέρα, θα’ πεφτε κάτω. Στο σχολείο κανείς δεν τον μπεγέντιζε, κάνοντας όλοι πικρόχολα σχόλια για το μπόι που του έλειπε. Η Εύη, στην άλλη άκρη του νήματος. Εύσωμη, παχύσαρκη, ψηλή και νταρντανογυναίκα, τα κιλά την λάτρευαν και τα λάτρευε και η ίδια, αφού δεν έλεγε να χάσει ούτε μισό. Και τα σχόλια για το πάχος της περιελάμβαναν συνήθως και κάποιο ζώο, της ξηράς ή της θάλασσας… 
         Τα δυο παιδιά της τρίτης λυκείου, δεν είχαν κανένα κοινό, όχι μόνο στην εμφάνιση, μα και το σουλούπι της ψυχής τους διέφερε. Σε τίποτε δεν έμοιαζαν. Ούτε ένα ενδιαφέρον που να εξευμενίζει τη συνύπαρξή τους στην ίδια τάξη. Κι όλο τσακώνονταν, βουτώντας στην εμμονή να μειώνει ο ένας τον άλλον. Την αποκαλούσε “χοντρέλω” κι εκείνη του’ δινε μια γερή γροθιά που τον πήγαινε ως τον τοίχο, ουρλιάζοντας: “ Ο νάνος που μετάνιωσε κι είπε να γίνει άντρας… Χίλιοι Ευτύχηδες, μας κάνουν ένα χιλιόμετρο…” Όποια φασαρία γινόταν στην τάξη, από αυτούς ξεκινούσε. Εκείνη τον προκαλούσε με την αθυροστομία της, πάντα πρόθυμη να τον μειώσει. Κι εκείνος να την “σκουντά” συνεχώς, σαν να έπρεπε να ρυθμίζει τους όρους μιας παρανοϊκής σύμβασης. 

      Κι όμως, αυτοί οι δυο παντρεύτηκαν!.. Πριν τελειώσει η σχολική χρονιά. Κανείς δεν το πίστευε ότι θα γινόταν αυτό, ούτε κι όταν ακόμα πήραν στα χέρια τους τις προσκλήσεις. Ήταν και τα ονόματα που διέφεραν.

       “ Ο Ευτύχης και η Εύη, δεν ακούγεται ωραίο μωρέ… Πρέπει να βρούμε κάτι πιο όμορφο. Εμένα μικρό, με φώναζαν Άκη”, δήλωσε εκείνος. “ Κι εμένα Βούλα!”

         “Ο ΄Ακης και η Βούλα, είναι πιο εύηχο, μπορεί να κρύβει ένα βροντερό καρδιοχτύπι…”

      Οι δυο νεαροί, μέσα στη φουρτούνα τους, ίσως να βρήκαν κάτι για να πιαστούν, οτιδήποτε νόμιζαν ότι θα τους έβγαζε σε μια ακτή, όσο έρημη κι αν ήταν. 

          Η μόνη καθηγήτρια που απουσίαζε από την τελετή, θα πρέπει να ήμουν εγώ. Γιατί την επόμενη Πέμπτη, που είχα μάθημα μαζί τους, πριν καλά καλά προλάβω να μπω στην τάξη, με ρώτησαν όλοι, σχεδόν μ’ ένα στόμα: “Κυρία, γιατί δεν ήρθατε στο γάμο;” 

         Νόμισα πως θα ήταν πρέπον να βρω μια καλή δικαιολογία που να σκεπάσει εντελώς τον αληθινό λόγο που δεν ήμουν παρούσα στην ένωσή τους ενώπιον Θεού, καθώς αυτό χρωματιζόταν αυτόματα μ’ έναν τόνο περιφρόνησης προς τους δυο μαθητές μου. Επειδή όμως σιχαίνομαι τα ψέματα, έριξα μια μισή αλήθεια. 

      “Νομίζω ότι κάνατε μια βεβιασμένη κίνηση, για κάτι που θα έπρεπε να το σκεφτείτε σοβαρά. Θα ζήσετε ολόκληρη ζωή μαζί, θα κάνετε παιδιά…”

        “Κυρία, είστε στα καλά σας; Ποιος σας είπε ότι εμείς αυτό θέλουμε;” πετάχτηκε η Εύη. 

      “Τότε τι άλλο μπορεί να σε οδηγήσει στην εκκλησία;” ρώτησα ενώ καιγόμουν να διακοπεί αυτή η συζήτηση και να μπω στο μάθημά μου, που κατά σύμπτωση, εκείνη τη μέρα, αφορούσε τα όνειρα των σημερινών νέων, τις προσδοκίες τους, τα θέλω τους. Είχα πολλά ενδιαφέροντα να πω. Και ν’ ακούσω, όπως ήλπιζα. Αντί αυτού, μόνο μια λέξη άκουσα, που ούτε θυμάμαι ποιος από τους δυο νιόπαντρους εκσφενδόνισε έτσι ξερή κι ανταριασμένη: “Λεφτά!” 

    Δεν κατάλαβα. “Τι εννοείτε;” ρώτησα. Οι μαθητές μου, που μόλις είχαν παντρευτεί, σ’ έναν ανοιχτό γάμο, όπως έμαθα, με έξι χιλιάδες καλεσμένους, οι οποίοι σαν να τους έσερνε ένα πληκτικό αγέρι προς την κοινωνική υποχρέωση, είχαν παρευρεθεί στο γλέντι, μοιράζονταν μια ατσάλινη άποψη. Αυτό το σημείο ήταν το δέσιμό τους.

    “Κυρία, ο γάμος είναι μια καλή ευκαιρία για να μαζέψεις λεφτά!... Ξέρετε πόσα μας έβαλαν;.. Θα τα μοιράσουμε και μετά θα πάρουμε ένα ωραίο διαζύγιο και άντε γεια…” 

      Θα πρέπει να είχα πάρει μια ωχρή όψη, μένοντας άφωνη, γιατί και οι υπόλοιποι μαθητές, συνδαυλίζοντας την ιδέα του εύκολου και γρήγορου χρήματος, μιλούσαν για λεφτά και μόνο λεφτά. Κι εγώ που νόμιζα πως θα άκουγα απόψεις όπως για μια σπουδαία καριέρα, είχα πάρει το μάθημά μου. “Δεν υπάρχουν κυρία ιδανικά και κουραφέξαλα, πρέπει κανείς να κάνει τη ζωή του μάνι μάνι όπως γουστάρει. Οι σπουδές απαιτούν χρόνο. Και διάβασμα”. 

     Ο Ευτύχης πήρε ένα αμάξι από το μερίδιο της είσπραξης του “γάμου” και άνοιξε μια καφετέρια - κρεπερί. Η Εύη αγόρασε ένα διαμέρισμα που έβλεπε τη θάλασσα. Οι γονείς έπεσαν από τα σύννεφα με την ανακοίνωση του χωρισμού μέσα σε τέσσερις μήνες. “Τόσα έξοδα κάναμε… Και τι θα λέει ο κόσμος;..”

       Δεν είχα μαρτυρήσει τις αποκαλύψεις των παιδιών, που όπως έμαθα πολύ αργότερα, μόνο σ΄εμένα τις είχαν κάνει. Και φαίνεται ότι μόνο εγώ δεν παραξενεύτηκα για το γυαλιστερό τέλος ενός λασπωμένου γάμου.

       Τα παιδιά είχαν βάλει ένα στοίχημα, όπως ο ήλιος ανατέλλει, έτσι απλά κι εύκολα, να πάρουν μια πληρωμή για την ταπείνωση που είχαν υποστεί τόσα χρόνια από τον περίγυρο. Σειρά τους να τους κοροΐδευαν. Θα τους ανάγκαζαν όλους να πληρώσουν. Στην κυριολεξία. Με τα λεφτά τους!..


Κατερίνα Μαυρομμάτη. 6. 3. 2014