Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014



                                                      ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΕΜΠΤΗ



                                                                   Η ΣΟΦΙΤΑ




        Η Φρόσω δούλευε σ’ ένα δημοτικό σχολείο. Καθαρίστρια. Κάποιος της έβαλε ιδέες, περί εκμετάλλευσης του αδυνάτου και όταν κανείς είναι γεννημένος για τα μεγάλα, δίνει μια μούντζα σε όλα και τραβά γι΄αλλού. Μέσα στις σκόνες και τα σκουπίδια των άλλων, θα περάσεις τα νιάτα σου;.. Εσένα σου ταιριάζουν τα λούσα, οι γούνες και τα ωραία… Έτσι η Φρόσω έκλεισε την πόρτα της και βγήκε στον πηγαιμό μιας άλλης ζωής, που να συμβαδίζει με την κοψιά της και πέρασε σε έναν κόσμο που της έταζε τη χαρά από μια πηγή αστήρευτη. 

     Έβαψε τα σκούρα της μαλλιά κατάξανθα, άλλαξε ακόμα και το χρώμα των ματιών της, κι αφού έγινε μια άλλη, από Φρόσω βαφτίστηκε Φύνη, από το Ευφροσύνη. Όχι απλά παρκεταρισμένο το πάτωμα της ζωής σου, μα ολοκαίνουριο. Φρόσω και τραγούδι δεν πάνε. Θα γίνεις σωστή ντίβα… 

     Η Φύνη βγήκε στα νυχτερινά μαγαζιά, όπου οι πελάτες νοιάζονταν περισσότερο για ό,τι βλέπουν παρά για αυτό που ακούνε… Γέμισε το σπίτι φορέματα αμπιγέ, κοστούμια από ταφτά, στρας και φτερά, μπιζού και αξεσουάρ… Όλα όσα ήταν απαραίτητα για τη διαδρομή μιας κοκότας στο προκλητικό ταξίδι όπου δε θα συναντούσε ούτε ένα κομματάκι απέχθειας στη θύμησή της…

    Κι εκεί που κόντευε να γίνει σκόνη η προηγούμενη ζωή, να χαθούν οι σκούπες και τα ξεσκονόπανα, μέσα στις δίπλες των βραδινών τουαλετών και στις λάμψεις των faux μπρανσλέ , κι εκεί που πήγαινε να απαλλαγεί από την εικόνα της φτωχειάς που δεν παίρνει μέρος στη ζωή, ήρθε η κατραπακιά… Γιατί κι αν με αποστροφή γύριζε καμιά φορά πίσω στο άνυδρο παρελθόν της κι αμέσως διέγραφε κάθε απομεινάρι σκέψης που της χαλούσε το πετιμέζι της νέας της πραγματικότητας, η Φύνη δεν είχε τον τρόπο να φυλάγεται από τις φουρτούνες. Γιατί όπως λένε, σαν αστράφτει και βροντά, δέσε τη βάρκα του ψαρά… 

      Και στο μαγαζί όπου δούλευε η Φύνη, σημάδια φουρτούνας υπήρχαν, αφού γινόντουσαν κάθε βράδυ φασαρίες. Και σ΄έναν καυγά επάνω, κάποιος τη μαχαιρώνει άγρια. Στο πρόσωπο… Μόλις που τη γλύτωσαν. 

       Μετά από αυτή την τσεκουριά, καβάλησε ξανά τις καινούριες συνθήκες και ξεκίνησε να μαθαίνει να καλπάζει από την αρχή. Τα κοντραμπάντα του υπόκοσμου πληρώνονται τοις μετρητοίς. Η Φύνη ήταν ένα τέρας πια. Χειρουργεία πολλά, πλαστικές απανωτές που της στοίχισαν ό,τι λεφτά είχε βγάλει από το τραγούδι. Ληγμένη πια η θέση της στην κοινωνία, έπρεπε να συντηρηθεί από μόνη της. Κανείς δεν την ήθελε στη δουλειά. Δεν βλεπόταν ούτε σαν αδιάφορη εικόνα. Κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους. Αυτοφυλακίστηκε. Η κατάθλιψη έπεσε μανδύας που κόλλησε πάνω της, ατσάλινα δεσμά στην ψυχή.

         Μια μακρινή συγγένισσα, αφού όλοι οι υπόλοιποι την είχαν διώξει σαν παράσιτο της οικογενείας, της παραχώρησε τη σοφίτα της για να μένει. Η Φύνη φοβόταν τους ανθρώπους και τη φοβόντουσαν κι αυτοί. Μια φορά σ’ ένα σούπερ μάρκετ, ένα παιδάκι έβαλε τα κλάματα μόλις την αντίκρυσε και η μαμά του της φώναξε κατάμουτρα: “Το τρόμαξες καλέ το παιδί! Πώς κυκλοφορείς έξω;” Από τότε δεν ξαναβγήκε. Μέσα σ’ εκείνη τη σοφίτα ζούσε στα τριάντα της, σαν να ήταν ογδόντα… Μα οι θύελλες στη ζωή μπορεί να συμβούν και μέσα σε μια μικρή σοφίτα, χωρίς να το κουνήσεις καν από εκεί. 

    Ένα πρωί μιας Πέμπτης βρέθηκε η σοφίτα άδεια. Όλα ήταν στη θέση τους. Το κρεβάτι στρωμένο. Τα μαξιλάρια συγυρισμένα. Ούτε φλιτζάνια στο πάτωμα, ούτε ρούχα πεταμένα. Όλα τακτοποιημένα, μόνο στην ψυχή της η αταξία πλήρης. Η Φύνη άφαντη. Όταν δηλώθηκε η εξαφάνισή της, οι αρχές έκαναν έρευνες παντού, στα στενοσόκακα της πόλης, στις παραλίες, στις ρεματιές, πουθενά δεν την βρήκαν. Την κατάπιε λες η σοφίτα, τη ρούφηξε ο κόσμος της…

        Όταν πέθανε η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, οι κληρονόμοι βρήκαν μέσα στη σοφίτα ένα χοντρό τετράδιο. Γεμάτο από ποιήματα… Υπέγραφε κάποια Ευφροσύνη. Μετροφυλλώντας, κάτι ακαταλαβίστικα λόγια διαβάστηκαν πριν πεταχτούν στο τζάκι για προσάναμμα.

“Οι αέρηδες σαν κυκλώνες με ζώνουν, με δαγκώνουν της νύχτας οι αρουραίοι, 

που τους λένε ανθρώπους. Μανιασμένες σφήκες που με πρήσανε.

Πεθύμησα τη βροχή. Από εδώ μόνο τη φαντάζομαι να με ακουμπά…

Δηλαδή θα χάσει η Βενετιά βελόνι;... Ούτε εγώ δεν θα με γυρέψω...

Μια στάμπα θα απομείνει από μένα. Σ΄ένα φάκελο που θα κλείσει βιαστικά.

Η ζωή είναι μια υπόθεση…

Μπορεί να κερδίσεις την ευτυχία ή να χάσεις τα πιο σπουδαία.

Μια σοφίτα σου τρυπά την καρδιά, σε διώχνει, γι ΄αλλού σε σπρώχνει…

Αντηχεί σαν κανονιά το “τρέξε επιτέλους..” Από τι κρέμεται μια ζωή;

Θέλει ρέγουλα η ανθρώπινη συνεύρεση. Αλλιώς σε αποβάλλουν σαν ντροπή.

Σε διαγράφουν. Σαν να μην υπήρξες ποτέ. 

΄Ενα άγαλμα από αλάβαστρο που τσάκισε η υπόστασή του…

Την αγαπώ τούτη τη σοφίτα!..

Με κάνει μούσκεμα από ηρεμία, μου κρατά έναν άσσο κρυφό.

Με γεμίζει από ένα παραισθησιακό όραμα…

Σαν να μην κάθομαι στη γη, ένα με τους αγγέλους είμαι, με τόσα φαντάσματα.

Ο αέρας εδώ μέσα γεμίζει νεκρωμένες μυρωδιές,

η απογραφή μου ψεύτικη, το καλύτερο τοπίο της ζωής μου,

είναι η δικτατορική και απεχθής σοφίτα, η ομίχλη μου…

Δεν είναι αναίμακτες οι σοφίτες…




Κατερίνα Μαυρομμάτη. 13. 2. 2014