Κατερίνα Μαυρομμάτη
Κέδρος
ISBN:978-960-04-4667-8
Με επίκεντρο το ποιητικό εγώ η Κατερίνα Μαυρομμάτη στην πρώτη της ποιητική συλλογή, «η μοναξιά ένα έπος» (κέδρος, 2016), κινείται στο χώρο των υπαρξιακών αναζητήσεων. Η μοναξιά και ο πόνος που φέρνει αποτελούν τον κορμό των αγωνιών της σε όλη σχεδόν την συλλογή.
Ξεχωρίζει το αφηγηματικό ύφος όπου από ένα αυτοαναφορικό περιστατικό η δημιουργός ταξιδεύει στις ράγες της υπαρξιακής αναζήτησης (ξέρω μία ποιήτρια, στο παγκάκι, λουστραρισμένος κόσμος, σαν καφές σκέτος, απολογισμοί, δαπανημένα βήματα, οι πατημασιές, θλιμμένο πουλί, λεβάντες, εν ευθέτω χρόνω). Άλλες φορές το ύφος γίνεται πιο κλειστό, πιο ατομοκεντρικό κι εξομολογητικό (πεθύμησα λίγη ζωή, ανασύνταξη, συνωστισμός, στην άκρη του έρωτα, γίνομαι πρωτοβρόχι, άγια ποίηση, φοβάμαι μην πεθάνει, μου πήρε αβύσσους, μετανάστης, η γέννηση ενός ποιήματος).
Η ποιητική οπτική της μοναξιάς δεν προχωρά σε μία προσέγγιση από άλλες πηγές έμπνευσης (θρησκευτική παράδοση, μυθολογικό οπλοστάσιο κλπ). Αντίθετα, μένει δεμένη στο κοινωνικό άρμα και τον κλειστό χώρο, ενώ πολύ συχνά συνδέεται με την ίδια την ποίηση αυτοαναφορικά (συνωστισμός, πεθύμησα λίγη ζωή, ερωτήματα, φωτεινότητα, όταν γράφεις ποίηση, οι λέξεις, αγία ποίηση, ευτελές αντίτιμο, σαν άλμπατρος) χωρίς να προσπερνά τη μνήμη (ερωτήματα) ή τη φθορά του χρόνου (τα δέοντα και τα μίζερα) ή τον έρωτα (στην άκρη του έρωτα, μια γουλιά αγίασμα).
Ο στιχουργικός ρυθμός διαμορφώνεται εκφραστικά από τις οριοθετημένες πλήρους σύνταξης περιόδους λόγου σε φόρμα πρόζας. "Κοφτοί" στίχοι με επαυξημένες ή λιτές προτάσεις ορίζουν τη στιχουργική κίνηση μέσα στο αφηγηματικό ύφος. Στίχοι θρυμματισμένοι αποκτούν συναισθηματική έμφαση αιωρούμενοι στο πέλαγος της οικείας γλώσσας που διατηρεί έναν χαρακτήρα προφορικότητας.

Δήμος Χλωπτσιούδης
Μανδραγόρας, 2016
ISBN: 978-960-592-032-6
Αξίζει να υπογραμμίσουμε τη φυσικής ροής εικονοποιία, καθώς τούτη αναδύεται αυθόρμητα με ζωντάνια μέσα από το αφηγηματικό ή εξομολογητικό ύφος. Εικόνες ξεπηδούν ανεπιτήδευτα γεμάτες κίνηση (λουστραρισμένος κόσμος,  γίνομαι πρωτοβρόχι, η έμπνευση, σαφέστατη εκδοχή, ξέρω μία ποιήτρια, απολογισμοί, φοβάμαι μην πεθάνει), ήχους ή μονολόγους (ξέρω μία ποιήτρια, συγκλονισμός, ευγνωμονούσα σε τιμώ, λουστραρισμένος κόσμος) και χρώματα (σαφέστατη εκδοχή, ξέρω μία ποιήτρια, απολογισμοί, φοβάμαι μην πεθάνει).
Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι μεταφορές (στο παγκάκι,  όταν γράφεις ποίηση, γίνομαι πρωτοβρόχι, το τοπίο της ποίησης, ευτελές αντίτιμο, άγια ποίηση, οι πατημασιές,  ατυχία) και οι παρομοιώσεις (ευγνωμονούσα σε τιμώ, συγκλονισμός, η έμπνευση, όταν γράφεις ποίηση, φωτεινότητα) περιορίζονται σε ένα ελάχιστο επίπεδο ώστε να τονίζονται μέσα στο λιτό ποιητικό λόγο. Έτσι, όμως, επιτρέπει στο συναίσθημα να αγκαλιάσει το κοινό διατηρώντας μία ήπια στοχαστική διάθεση (δικαίωση, τα δέοντα και τα μίζερα, δαπανημένα βήματα).
  “Μια γουλιά αγίασμα”

Σ’ αγάπησα
σαν παιδάκι την πρώτη του γειτονιά.
Κεντράρομαι στη γλαφυρότητα
της σιωπηλής διήγησης,
του βουβού πόνου σου.
Έκθετη στο ερωτογενές τότε,
μηρυκάζω το χάος.
Ροβολούν εικόνες
απανωτές, ιριδίζουσες
που δε σηκώνουν παρερμηνεία.
Γραπωθήκαμε
στης νιότης τις ενατενίσεις
να’ χουμε ν΄αναλύουμε
διαθλώντας τα περασμένα.

Πίνω μια γουλιά αγίασμα
απ’ το φλασκί της πεθυμιάς.

Να βρίσκω ωραιοποιήσεις
στη διαχρονία της μοναξιάς.
Αποφεύγοντας εντέχνως
τον περιρρέοντα ξεπεσμό.
Να στήσω ένα ασημί φως
σαν νέο φλέγον αστέρι
πάνω από τις σκουριές.
Έτσι θα φαίνονται
σαν σκιές
από παλιές ομορφιές
αλλοτινές, πολύτιμες ωσάν χρυσός.

Η πρώτη μας γειτονιά θα γίνει
η πιο μακρινή εξορία μας.
Εκεί θα σταθμεύσει το τρένο μας
όταν πια θ’ απαρνηθεί τις ράγες.
Επινοώντας τη γοητεία του τέλους
φορτώνεται την ερήμωσή του ο άνθρωπος.

Όταν χάθηκες εσύ,
νόμισα πως καταποντίστηκε
η πρώτη μας γειτονιά.
Ούτε σοκάκι δεν απέμεινε μέσα μου.
Την ξαναβρίσκω λιγώνοντας τη μνήμη,
μα πάντα σαν απολιθωμένη με κοιτά
εκείνη η παράξενη και υπερκόσμια γειτονιά.
Αποπνέει ταγγισμένο αγίασμα…