Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Kυπριακά  



Ας μην τοποθετούμαστε αυθαίρετα στο θέμα της γλώσσας στην Κύπρο. Για όσο η ελληνικότητα του γλωσσικού στοιχείου αφήνεται να οδεύει στη φθορά και στο χαμό και να θεωρείται σχεδόν είδος πολυτελείας για τους λίγους, θα έχουμε σοβαρά προβλήματα ακόμα και σε επίπεδο κατανόησης. Το πρώτο χάος αναφαίνεται μόλις το παιδί πατήσει στο δημοτικό σχολείο. Μια σωρεία από άγνωστες λέξεις στήνονται φράγμα που καλείται να ερμηνεύσει, σε ποια γλώσσα; Μα στην ελληνική. Δεν είναι δικό του το φταίξιμο, ούτε κανενός, αλλά όταν στα βιβλία του διαβάζει τέτοια “ακαταλαβίστικα”, θα πρέπει να τα μεταφράσει στη γλώσσα του. Έτσι ο δάσκαλος ή ο γονεύς οφείλει να εξηγεί λέξεις όπως: τανάλια, εκσκαφέας, συνεργείο, καρφί.  Για να μην αναφέρω επίθετα, επιρρήματα και αφηρημένες έννοιες. Σε μαθητές δευτέρας λυκείου, μου έτυχε να χρειαστεί να εξηγήσω, αφού ζήτησα από όλη την τάξη να μάθω αν κανείς γνώριζε τι θα πει φλύαρος, εφήμερος ή επιδόρπιο. (!)  Είδα δε γραμμένο σε πίνακα (από φιλόλογο) τη φράση: “το ύφος του ήταν πομπώδης”. Το διόρθωσα αμέσως και ζήτησα από τα παιδιά να κάνουν το ίδιο στα τετράδιά τους, αλλά υπήρχε μια δυσπιστία. Έχω ακούσει ακόμα, νεαρή φιλόλογο να ερωτά συνάδελφό της τι θα πει “κλεινόν άστυ”.
   
Το άλλο τεράστιο δεινό είναι η ανάμειξη αγγλικών λέξεων στο καθημερινό λεξιλόγιο. Αναφέρω μόνο “άμπουλα” αντί ασθενοφόρο, “γουήλτσεαρ” αντί τροχοκάθισμα, “ράουντ απάουτ” αντί κυκλικός κόμβος, για να στραφεί κανείς αμέσως σ’ ένα σωρό άλλες τέτοιες περιπτώσεις, σαν να θέλουν να μας θυμίζουν αιώνια ότι υπήρξαμε αποικία των Εγγλέζων.
    Τα σοβαρά ορθογραφικά λάθη συναντώνται ακόμα και σε επίσημα έγγραφα ή σε πινακίδες του δήμου. Μου έτυχε πρόσφατα να δω σε φωτεινή επιγραφή για διαφήμιση του δήμου Λευκωσίας τη φράση “Εν δράσει” να γράφεται: “Εν δράση”. Προφανώς το ει θα τους φάνηκε περίεργο, άρα λάθος.

     Δεν είναι λοιπόν θέμα διαλέκτου ή προφοράς. Αντιθέτως. Το να κατέχω τη γλώσσα μου είναι άλλο και το να μιλώ με “αξάν” της επαρχίας μου (αυτό συμβαίνει σε όλον τον κόσμο) είναι κάτι αναπόφευκτο. Στη Σικελία μιλούν αλλιώς από τους υπόλοιπους Ιταλούς και η κάθε χώρα έχει χωριστές προφορές.  Αυτοί που φέρνουν ως παράδειγμα τις διάφορες διαλέκτους όπως της Κρήτης ή της Ρόδου, σφάλλουν αν πιστεύουν ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με την κυπριακή. Όταν βρεθείς σε μια συζήτηση δεν θα σκοντάφτεις πάνω σε λέξεις και η συνομιλία θα κυλά αβίαστα χωρίς να παγιδεύεται και να διαμελίζεται σε κενά “αέρος” αν κατέχεις καλά την ελληνική γλώσσα, άσχετα από την καταγωγή σου. Βέβαια όσοι τρέφουν ακατάπαυστα το πνεύμα τους και καλλιεργούν τον “κήπο” τους, εκφράζονται και γράφουν με άνεση και ευκρίνεια.
   
 Η διγλωσσία δεν είναι ζημιογόνα, ούτε η προφορά εμποδίζει την άνετη ροή της έκφρασης. Αυτό που κάνει ζημιά είναι η υπερτίμηση της κυπριακής διαλέκτου, σε σημείο που αρκετοί την χρησιμοποιούν σαν επίδειξη, ακόμα κι όταν στην παρέα βρίσκεται κάποιος από Ελλάδα, ώστε να δυσκολεύεται υπερβολικά να κατανοήσει κι επομένως να μοιάζει αδαής αφού αδυνατεί να συμμετέχει.
    Η πνευματική ασιτία ευθύνεται για την πτώχευση της γλώσσας καθώς και η άρνηση της παραδοχής ότι η διγλωσσία υπάρχει, αλλά δεν χαλάει κάτι αν έχω στην τσέπη του νου μου το ακριβές μονολεκτικό λήμμα για έναν ορισμό που συνήθως εκφράζεται περιφραστικά. Η κακομοιριά και η μιζέρια στη διατύπωση θα πρέπει να ερευνηθεί ανάμεσα στην πλατιά διαστρωμάτωση της κοινωνίας και να εντοπιστούν οι συνισταμένες των παραγόντων που συμβάλλουν στη συρρίκνωση της καθομιλουμένης γλώσσας σε ελάχιστες εκατοντάδες λέξεις. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι το πώς ακούγονται, κι αν η κυπριακή είναι βαριά σαν προφορά, αλλά να χρησιμοποιούνται καθημερινά, ώστε οι λέξεις ουδόλως να  θεωρούνται άγνωστες ή “καλαμαρίστικες”.
   Ο κυπριακός λαός είναι έξυπνος κι εργατικός, ωστόσο στη γλώσσα κολλάει πάνω σε προχειρότητες και δεν δείχνει πρόθυμος να κυριεύσει την έκφραση του λόγου. Η ελλοχεύουσα δυσαρθρία συναγωνίζεται το φαίνεσθαι. Ακόμα.

Κατερίνα Μαυρομμάτη 4 / 3 / 2016