Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

    HTAN MIA ΠΕΜΠΤΗ

 Η ΝΟΙΚΑΡΙΣΣΑ





  

     “Πάλι κλειδωμένη μέσα είναι… Με τον εραστή της. Σαν δεν ντρέπεται!.. Παντρεμένη γυναίκα. Με παιδί. Έτσι μου’ ρχεται να πάω να την ξεμπροστιάσω. Να τη ρεζιλέψω, ν’ ακούσει όλη η γειτονιά τι κουμάσι είναι, να μάθουν όλοι τις πομπές της προκομμένης… Με τα σεντόνια να τους πάνε στα δικαστήρια, τσίτσιδους και ντροπιασμένους.”

      Η κυρία Καλλιρρόη, πάλι έκανε τις ίδιες σκέψεις, πονηρές και αχρείες, για τη νοικάρισσά της τη Νίνα. Η καχυποψία είναι σαν το κύμα της ακτής. Μαζεύεται μα πάλι ξανάρχεται, με την ίδια σφοδρότητα, δεν ησυχάζει ποτέ. 

        Είχε ιδιόκτητο ένα διώροφο, το πάνω πάτωμα για την κόρη της το΄ φτιαξε, αλλά το νοίκιασε για να βγάζει τη δόση του δανείου. Βρήκε αυτό το νεαρό ζευγάρι, εκείνος δάσκαλος, διορισμένος στο δημόσιο, σίγουρος μισθός, δε θα καθυστερούσαν το νοίκι… “Να όμως τώρα που το μετάνιωσα. Μέσα στα μούτρα μου, τέτοια ξενδιάντροπα πράγματα… Α πα πα, θα βρω τρόπο να τη διώξω. Αξημέρωτα έρχεται ο άλλος, παρκάρει με θρασύτητα τ΄αμάξι του στην είσοδό μας και κλείνονται μέσα ώσπου να γυρίσει ο άντρας της. Θα παραφυλάξω να τον τσακώσω να δω ποιος είναι, να του βάλω μια αγριοφωνάρα. Τι θα τον ρωτήσω μόλις τον δω;..”

      Και άρχιζε τις πρόβες μέσα στο ποταπό κεφάλι της. “Ψάχνετε κάτι κύριε;... Συγγενής της Νίνας είστε;... Θα το αφήσετε για πολύ εδώ τ’ αμάξι σας;... Όχι ότι ενοχλεί”. Μα ποτέ δεν έτυχε να πέσει πάνω του, κι έτσι αποφάσισε να ρωτήσει την ίδια τη νοικάρισσά της. “Θα πάω και θα της τα πω σταράτα… Εμείς εδώ κοπέλα μου, είμαστε τίμιοι άνθρωποι. Να τα μαζέψεις και να φύγεις”.

      Ο δάσκαλος ταξίδευε σ’ ένα χωριό, αρκετά ορεινό, όπου τον είχαν διορίσει, και μετά το κτύπημα του τελευταίου κουδουνιού, έμενε στο σχολείο, κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής. Από μόνοι τους το σκέφτηκαν αυτό οι δάσκαλοι εκεί. Και το εφάρμοσαν. Αμισθί… Τους φέρνανε οι γονείς κάνα μπιτόνι λάδι ή μισό κεφάλι τυρί.

     Η κυρία Καλλιρρόη μονολογούσε: “Ο άλλος σκοτώνεται όλη μέρα με το κάθε τούβλο να του μάθει πέντε κολλυβογράμματα και τούτη δω, όχι μόνο δεν το εκτιμά, παρά φέρνει στο σπίτι τον άλλο, κλειδαμπαρώνεται και δεν την κόφτει για κανέναν… Τι κάνουν τόσες ώρες;.. Θα πάω να χτυπήσω την πόρτα…”

      Η κακή σκέψη ξεκληρίζει τις καρδιές σαν πανούκλα… Μπλαβιάζει η λογική, σαν έρθει και σφηνώσει μέσα της το καρφί της αμφιβολίας.

     Ανέβηκε βιαστικά. Αμέσως άνοιξε η Νίνα. Φαινόταν κουρασμένη. Μάτια ξαγρυπνημένα. Η Καλλιρρόη έριχνε κλεφτές ματιές προς τα μέσα, καλά πότε πρόλαβε να τον κρύψει κιόλας; Πάντως ντυμένη ήταν… “Γιατί δεν ανοίγεις ν’ αεριστεί το σπίτι βρε κορίτσι μου;.. Νόμισα πως είσαι άρρωστη…” Ρίχνοντας άδεια όμως, δεν πιάνεις πάντα γεμάτα. Μπορεί και να πέσεις πάνω σε κούφια. “Αχ κυρία Καλλιρρόη μου, πολλή δουλειά έχω. Ούτε ανάσα δεν παίρνω…” Η άλλη δεν ήξερε τι να πει… “Ώστε δουλεύει. Τι ακριβώς κάνει;” Της μπήκαν ψύλλοι στ΄αυτιά. Θεέ και Κύριε!”

    Κάθε μέρα κρυβόταν πίσω από την κουρτίνα, μα ποτέ της δεν έτυχε να τον ανταμώσει, άφηνε το αυτοκίνητο πριν φανεί το πρώτο φως της μέρας και γύριζε αργά… “Δεν πάει άλλο, θα τη ρωτήσω στα ίσια, χωρίς περιστροφές, τι γίνεται εδώ, να μου αδειάσει τη γωνιά, το σπίτι μου το μαγάρισε…” Έτσι ολιγόλογη που ήταν η Νίνα, δεν αποτολμούσες να της πάρεις κουβέντα, αλλά η κυρία Καλλιρρόη, δύσπιστη και πονηρή, θα ξεπερνούσε τα σύνορα της ευγένειας και θα της τα έλεγε χύμα και τσουβαλάτα: “Αν εσύ είσαι γραμματιζούμενη, δε θα πει ότι θα μας αναποδογυρίσεις τα ήθη μας, της χριστιανοσύνης μας τα πιστεύω… Και εκκλησία ποτέ μου δε σε είδα να πηγαίνεις…” Ο φθόνος είναι ξεχασμένος σπόρος, που μόλις πέσει πάνω του λίγη υγρασία, βγαίνει καμαρωτός και κάνει φιγούρα στον ήλιο με τις πρασινάδες του. 

    Η κυρία Καλλιρρόη είχε πέσει σε περισυλλογή, τινί τρόπω να σπάσει συμβόλαια και σχέσεις με τη Νίνα και έτσι συνεπαρμένη από περιέργεια και μήνη, πήρε απόφαση να δράσει άμεσα, όπως όταν σε τσούζει μια πληγή και επείγεσαι να την ξύσεις.

   Το άλλο πρωί είδε τη Νίνα που έβγαινε με το μωρό στο καρότσι. Δεν έχασε λεπτό. “Καλημέρα κορίτσι μου! Τι κάνει ο μπέμπης μας;.. Μα δε μου λες, αυτό το αυτοκίνητο εδώ, επισκέπτης δικός σου είναι;...” Τώρα να δούμε τι θα μου πεις μωρή… “Όχι κυρία Καλλιρρόη, κι εγώ το’ βλεπα, μα νόμιζα ότι σε σας ανήκει…” Με κοροϊδεύει αυτή… “Δηλαδή εννοείς ότι δεν ξέρεις ποιανού είναι;” Και η Νίνα βιαστική φεύγοντας της φώναξε: “Ιδέα δεν έχω…”

     Σαν να μην την πολυπίστεψε… Την άλλη μέρα κατά μια σύμπτωση, τ’ αμάξι δεν ήταν εκεί.. Και παραδόξως ο σύζυγος ήταν στο σπίτι… “Φως φανάρι! Σήμερα του’ πε να μην έρθει, θα’ ναι ο άντρας της εδώ. Τώρα όμως θα ξεκαθαρίσουν όλα. Θα πάω επάνω και θα γίνουν οι αποκαλύψεις… “Η γυναίκα σου κακομοίρη μου, αυτό κι αυτό… Για μάζεψέ την! Βρώμισε η θεοσεβούμενη γειτονιά μας…” Και καθώς ανέβαινε έσκαγε. “Τώρα θα τους διώξω. Δεν μπορεί να μου λέει ψευτιές η κάθε τσούλα… Να τελειώνουμε”.

     Κτυπά το κουδούνι… Ανοίγει ο δάσκαλος… Μόλις τη βλέπει απλώνει τα χέρια του και την τραβάει μέσα με φιλοφρονήσεις. “Περάστε κυρία Καλλιρρόη μας, να σας κεράσουμε και ωραία καρυδόπιτα που μόλις φτιάξαμε. Πέμπτη σήμερα, αλλά δεν έχουμε σχολείο. Γιορτή των γραμμάτων. Των Τριών Ιεραρχών. Λένε βέβαια ότι θα μας την καταργήσουνε κι αυτή. Και θα μας καθιερώσουν το πενθήμερο, όπως στην Ευρώπη και τα Σάββατα θα είναι κλειστά τα σχολεία. Οι παλιοί αντιδρούν, σε λίγο θα το κάνουν μισή εβδομάδα, λένε… Α! Ξέχασα, μου είπε η Νίνα για το αμάξι από κάτω… Είναι της συναδέλφου μου που έρχεται κάθε πρωί και την πάω εγώ στο σχολείο. Δεν οδηγεί εκτός πόλης, φοβάται τα κατσάβραχα και τις στροφές… Συγνώμη, αλλά η Νίνα δεν ήξερε για τ’ αμάξι της κοπέλας… Αν σας ενοχλεί, θα της πω να το βάζει πιο πέρα στο άδειο οικόπεδο. Άλλωστε δε θα ΄μαστε για πολύ ακόμα εδώ… Η Νίνα ευτυχώς πληρώνεται καλά, το τελευταίο βιβλίο που έκανε τη μετάφραση, της άφησε πολλά λεφτά, ώστε δώσαμε μια προκαταβολή και πήραμε ένα διαμέρισμα… Σύντομα θα είναι έτοιμο για να μπούμε μέσα. Έτσι μας χάνετε από εδώ…” 

       Η κυρία Καλλιρρόη είπε μόνο ένα “Τι κρίμα!..” 

Κατερίνα Μαυρομμάτη. 30.1. 2014