Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

"To δέντρο της υπακοής"

 Πού υπακούει το πρώτο μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα, “Το δέντρο της υπακοής”, ένα κείμενο φιλόδοξο, πρωτότυπο, με μπόλικα στοιχεία λυρισμού; Ποια είναι η ιστορία και τι κρύβεται πίσω από τα γεγονότα, μύθοι και αλήθειες από τη Δύση ως την Ανατολή, διαμέσου ποταμών και ωκεανών, καθώς ο κόσμος ονειρεύεται μια ουτοπία, ένα καινούριο κάτι που όλο διαφεύγει;

Καλογραμμένο με παράξενο φτερό, βουτηγμένο σε ποιοτικό μελάνι,  ένα βιβλίο ξέχειλο από θρησκευτικότητα και προσδοκία για την θεϊκή επέμβαση, την επιμονή στο θαύμα της χριστιανικής πίστης και την εμφάνισης της Παναγίας. 


Αυτό που  κάνει τόσο ελκυστικό το βιβλίο είναι η πλούσια ποιητική γλώσσα, οι έντονες περιγραφές με άπιαστη αισθητική, οι απρόσμενες εξελίξεις που με αριστοτεχνικά ευρήματα παρουσιάζονται στον αναγνώστη.


Ανάμεσα στους ήρωες των διαφορετικών ιστοριών πρωταγωνιστεί η θάλασσα, η λίμνη, το χιόνι,  αφού η αναζήτηση της ουτοπίας θα γίνει διαμέσου τους. 

Η Λιουμπόφ Ορλόβα, σταρ της εποχής, δάνεισε το όνομά της σε κρουαζερόπλοιο, το οποίο χάθηκε και αγνοείται από το 1914. Η ιστορία ξεκινά από την Ιρλανδία και φτάνει ως το Αραράτ, με πάντα επίκεντρο την ανθρώπινη τάση για να βρεθεί κάτι το αμφίβολα υπαρκτό. 


Ο αναγνώστης δεν γνωρίζει ακριβώς πού βρίσκονται οι αληθινές ιστορίες και πού οι μυθοπλασίες, το ίντερνετ θα χρειαστεί να βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή.  Η Οκτωβριανή Επανάσταση έχει ένα κομμάτι αρκετά αλληγορικό, μέσω του παρελθόντος με την κατάρρευση του σοσιαλισμού, για την εξέλιξη της ιστορίας. 


Χειμαρρώδες βιβλίο, με περίεργη δομή “Το δέντρο της υπακοής”, τίτλος παρμένος από τα ημερολόγια της αδερφής Λουσία (όπως δήλωσε η ίδια η συγγραφέας σε συνέντευξή της), η φράση είναι:  “ οι πράξεις μου είναι καρποί του δέντρου της υπακοής”, ένα βιβλίο με αφήγηση τολμηρή, με προσωπικό ιδίωμα, για απαιτητικούς αναγνώστες. “Το δέντρο της υπακοής: σαν να χτυπούσα τον κορμό με το τσεκούρι μου, μια και καλή να το συντρίψω, αθώος και αγνός να ξαναβγώ...” Τι δύναμη, τι σθένος, τι πίστη! Πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, πέρα από τα κοινά συναισθήματα. Αίσθηση ουτοπίας μέσα σε όλες τις ιστορίες του βιβλίου, ιστορίες που κοιτάς να δεις πώς διαπλέκονται, ποια κοινή ιδεολογία τις συνδέει, πού θα οδηγήσει η ανάγνωση ξεκινώντας από την εξαφάνιση ενός πλοίου, ποια η σχέση του χθες με το σήμερα, της θρησκευτικής με την πολιτική ουτοπία. 


Η γη της Επαγγελίας είναι πάντα μια αυταπάτη χωρίς διέξοδο; Πώς συνδέονται οι τραγωδίες του κόσμου και τα ανολοκλήρωτα όνειρα με τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις; Η υπαινικτικότητα έχει κάνει καλή δουλειά στις σελίδες του “δέντρου της υπακοής”, από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. 


Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

"ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕΙ Η ΚΟΛΑΣΗ" από τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, ένα βιβλίο από αυτά που λατρεύω ν' ανοίγω για ένα διάλειμμα από τα βαρετά της μέρας.

Σύντομες ιστορίες, έξοχες εκρήξεις, ζοφερός περίγυρος, ένα χρονικό μιας χώρας που τα έζησε όλα, που πληγώθηκε και πληγώνεται ακόμα, η Ελλάδα του 1821 και του σήμερα.
Μικρά, πολύ μικρά διηγήματα που συνδέονται και με τη ζωή του συγγραφέα, (μου θύμισε κάπως τον Σκαμπαρδώνη),  όλα σχεδόν περιβάλλονται από ένα αόρατο χιούμορ και μια σαρκαστική θυμηδία μέσα στην τραγικότητα των γεγονότων. Ιστορίες αυτόνομες που αποτελούν μικρούς αλλά γερούς πασσάλους για να στηρίξουν πάνω τους διακόσια χρόνια από τη ζωή μιας χώρας που ξεχειλίζει ανέκαθεν από πάθη και έρωτες και αίμα και πόλεμο.

Ένα ψηφιδωτό περίτεχνο και προσεγμένο από τον συγγραφέα ο οποίος αποδεικνύεται τεχνίτης της μικρής φόρμας, αναμειγνύοντας τη μυθοπλασία με τις παλιές αφηγήσεις, ώστε και οι 162 ιστορίες του να αποτελούν αληθινή λογοτεχνία. Μακριά από κάθε ηθικολογία, με σκωπτική διάθεση περιγράφει με αληθοφάνεια και μαστοριά τις εξελίξεις στις εποχές που αλλάζουν, στις νοοτροπίες του κόσμου και στις ατοπίες της ελληνικής πραγματικότητας.

Αυτά τα μικροδιηγήματα μοιάζουν με έναν τεράστιο πίνακα, ας πούμε τον Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι στην Σάντα Μαρία ντελλε Γκράτσιε στο Μιλάνο, μια τοιχογραφία εννέα μέτρων που κάθεσαι και κοιτάς μια μια όλες τις λεπτομέρειες, αλλά ατενίζοντας το έργο στο σύνολό του διαπιστώνεις πως είναι τελικά μια σκηνή στην οποία κάπου εκεί βρισκόσουν κι εσύ. Το βιβλίο μοιάζει εν τέλει με ένα αυτούσιο μυθιστόρημα με χοντρές πινελιές παραδοξολογίας και σαρκαστικής συμπεριφοράς της μοίρας πάνω στις ζωές των ανθρώπων.

Απόσπασμα από ένα διήγημα:

"Μερικά βιβλία είναι πιο ανθεκτικά από άλλα":

"Ένας καλός φίλος, γνωρίζοντας την αγάπη που τρέφουμε παιδιόθεν για τον μυθικό αθλητή δύναμης Ατσάλινο, βρήκε τον τρόπο να επισκεφτούμε στο σπίτι του και να τον γνωρίσουμε από κοντά. 
... Όπως μας εκμυστηρεύτηκε, σε κάποια ιδιωτική παράσταση στην οικία του παλαιού πρωθυπουργού Κόλλια, ο οποίος ήταν επίσης θαυμαστής του, οι καλεσμένοι τού ζήτησαν να κόψει ένα σωρό χοντρά βιβλία, μα εκείνο το συγκεκριμένο, όσο και αν προσπάθησε, ίσα που κατάφερε να το τσακίσει. Από περιέργεια ρωτήσαμε αν έτυχε να το διαβάσει, μιας και τόσα χρόνια μετά το φύλαγε ακόμη. Απάντησε πως ήταν άνθρωπος θεοσεβούμενος και ποτέ δεν θα τολμούσε έστω και να ξεφυλλίσει το βιβλίο ενός άθεου που ξανασταύρωνε τον Χριστό".

Κ.Μ

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

Ένα ασυνήθιστο, πολύ ιδιαίτερο βιβλίο είναι η νουβέλα του Ηλία Μαγκλίνη , (εκδόσεις Μεταίχμιο), Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ, ένα βιβλίο μικρό και τεράστιο που θα πρέπει να διαβαστεί από όλους τους Έλληνες.

Ένας άντρας, που σήμερα είναι ο πατέρας της Μαρίνας, και που κάποτε είχε βασανιστεί από την Χούντα, φέρει αυτές τις δυο ιδιότητες να του πέφτουν πολύ βαριές, ώστε να μην καταφέρνει από τη μια να ξεχάσει τους εξευτελισμούς από τους βασανιστές του και από την άλλη να αρνείται να μιλήσει στην κόρη του για την αλήθεια του, παρά τις έντονες πιέσεις της.

Η Μαρίνα οργίζεται, εμμένει, ρωτά και ξαναρωτά τον πατέρα της σχετικά με τα κελιά του ΕΑΤ - ΕΣΑ, γνωρίζοντας λεπτομέρειες (όλα τα μαθαίνει από το ίντερνετ πια), τις οποίες  θέλει ωστόσο να τις ακούσει από το στόμα του, να βεβαιωθεί για τον σωματικό πόνο και τον ψυχικό ευτελισμό. Εκείνος όμως, συγκρούεται μαζί της θεωρώντας μια δεύτερη σύληση αυτό που επιχειρεί η κόρη του, καθώς δεν αντέχει να θυμάται τα βιώματα εκείνα της φρίκης και της απανθρωπιάς.

Η Μαρίνα έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον πόνο του σώματος και είναι κάτι που το περνά μέσω της δημιουργίας της, έχοντας ως πρότυπο την Μαρίνα Αμπράμοβιτς, η οποία προκαλούσε με την παράξενη τέχνη της κακοποιώντας το σώμα της. 
Η Μαρίνα φαίνεται να έχει μια ψυχαναγκαστική ροπή προς την αναζήτηση του μαρτυρίου του πατέρα της, ώστε μπαίνει σε μια ιεροτελεστία για να βουτήξει στα σκοτεινά χρόνια των κρατητηρίων της Χούντας, επιζητώντας να "γευτεί" ηθελημένα τον αφόρητο πόνο από τα βασανιστήρια,  ώστε να τα συντρίψει. Συνεχώς επιχειρεί να γεφυρώσει το πελώριο χάσμα της γενιάς της από εκείνη του πατέρα της, όσο κι αν καταλαβαίνει ότι αυτό τον κουράζει αφόρητα.

Αποσπάσματα:

"Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που σ' ενοχλεί τόσο πολύ. Κι εγώ τρόμαξα όταν είδα τα αίματα και τις πληγές πάνω στο σώμα της, ακόμη τρομάζω, δεν θέλω να το σκέφτομαι, αλλά να σου πω κάτι, Κωστή; Η Μαρίνα είναι κάτι που ούτε εσύ ούτε, πολύ περισσότερο, εγώ είμαστε: επιζήσασα. Επιβιώνει. Ξέρει πώς να επιβιώνει, σε αντίθεση μ' εσένα κι εμένα. Κάποια στιγμή θα πάψει να αυτοτραυματίζεται. Είμαι σίγουρη. Και θα επιβιώσει. Στο κάτω κάτω, δες το και αλλιώς: είμαστε προοδευτικοί άνθρωποι ή όχι;"

"Να με λυτρώσεις; Εσύ θα με λυτρώσεις, Μαρίνα; Εσένα περίμενα όλ' αυτά τα χρόνια για να λυτρωθώ; Αχ, Μαρίνα, καταλαβαίνεις τι μου κάνεις; Το πιάνεις; Με βασανίζεις, Μαρίνα. Με βασανίζεις. Να το βγάλω από μέσα μου; Έτσι μου έλεγαν και οι στρατονόμοι, Μαρίνα, το ξέρεις; Βγάλ' το από μέσα σου, καημένε, να ηρεμήσεις μια και καλή. Με βασανίζεις, Μαρίνα. Μήπως θέλεις να καθίσω όρθιος στη γωνία; Να μην κοιμηθώ για μέρες; Θες να πέσω στο πάτωμα, να σηκώσω τα πόδια μου πάνω στο σκαμνί και να μου κάνεις φάλαγγα; Θα συνεργαστώ, Μαρίνα, θα συνεργαστώ! Δεν ξέπεσα έτσι εκεί μέσα, θα ξεπέσω τώρα, μ' εσένα".

Κ.Μ

Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Δεν έχω πολλούς Έλληνες σύγχρονους συγγραφείς για τους οποίους να λέω ότι ανήκουν στους αγαπημένους μου, που διαβάζω όλα τα βιβλία τους περιμένοντας το επόμενο. Ο Δημήτρης Σωτάκης είναι ίσως το νούμερο ένα. 

Για το τελευταίο του βιβλίο "Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ",  αν γινόταν να το διάβαζα χωρίς να ήξερα την ταυτότητα του συγγραφέα, θα μπορούσα να πω ότι αυτό είναι κείμενο του Σωτάκη. Μου θύμισε κάπως το "Θαύμα της αναπνοής" ή και τον "κανίβαλο" του, όπου οι συλλογισμοί, οι συμπεριφορές του ήρωα λειτουργούν σαν ένα ντόμινο, σαν κάτι τόσο εξαίσια παράξενο για το οποίο δεν ξέρεις πού θα τελειώσει όταν θα έχουν πέσει κάτω όλα τα "τουβλάκια". Κι εδώ τα τουβλάκια είναι  εξαιρετικά προσεκτικά και έντεχνα στημένα από τον συγγραφέα. 

Το παιγνίδι εξουσίας, ο αφέντης και ο δούλος, η ψυχολογική πίεση και η αγωνιώδης ζωή του ήρωα, η παραίτηση από την αληθινή προσπάθεια για να βγάλει την καθημερινότητά του και να αποδεχτεί ένα καθορισμένο κοινωνικό πλαίσιο, η στροφή προς τον εσωτερικό κόσμο του και η συζήτηση με τον εαυτό του, η υπαρξιακή αναζήτηση και το υπερβολικό άγχος, οδηγούν σε μια παράξενη μοναξιά που καταντά τελικά απολαυστική μέσα στην αντικοινωνικότητά της.
Ο ήρωας φτάνει στο σημείο να νιώθει ένα είδος ενθουσιασμού με την ανάθεση δικών του καθηκόντων σε έναν άλλον (τον Μάριο τον οποίο έχει προσλάβει ως βοηθό του). Αδυνατεί να βάλει σε τάξη τη ζωή του, ή απλά βαριέται να το κάνει και θεωρεί ότι δεν θα ήταν καθόλου παράδοξο αν το έκανε αυτό ένα άτομο που θα αναλάμβανε τα πάντα για λογαριασμό του και έτσι ο ίδιος θα έχει το κεφάλι του ήσυχο και τις σκοτούρες  του ξεχασμένες. Όλα τακτοποιούνται πια στο μυαλό του και στη ζωή του. Η οποία δεν θα του ανήκει στο εξής, αλλά αυτό δεν τον ανατριχιάζει, δεν τον απασχολεί καν. 

Το παράλογο του Καμύ, που δεν κατανοεί τις συμβατικές ερωτικές σχέσεις, βρίσκεται εδώ με τόσο περίτεχνο εκφραστικό τρόπο. Οι ιδιότυποι προβληματισμοί και ο αλλόκοτος προσανατολισμός σε κάνει να απολαύσεις ξανά τον αγαπημένο πια Σωτάκη.

Αποσπάσματα:

"Η πόλη έσφυζε από ζωή. Ο αχός της έφτανε στ' αυτιά μου σαν ένα απόκοσμο βουητό μέσα από μια μαύρη τρύπα, ένας ήχος από ένα ολοζώντανο μελίσσι, μια αλεσμένη ευτυχία. Πώς είχε γίνει έτσι η δική μου ζωή; Ήμουν ανίκανος, ήταν απλό. Οι συνθήκες ήταν περισσότερο από ευνοϊκές, διέθετα όσα πολλοί επιθυμούσαν, μα το σημείο αναφοράς μου ήταν πια ένας χαμένος έρωτας και ο Μάριος. 'Ισως και η εμμονή στη δουλειά μου, που ευτυχώς με κρατούσε σε ένα επίπεδο πνευματικής ετοιμότητας, αν το έβλεπε κανείς, τέλος πάντων, από τη σωστή οπτική γωνία. Αυτό ήταν όλο; Δεν υπήρχε άραγε καμιά παραπάνω συγκίνηση για να βιώσω; Δεν μπορούσα να απολαύσω και πολλά πράγματα, και όσα απολάμβανα είχαν ένα ορατό όριο, το φαγητό, το αλκοόλ, ο έρωτας με μια γυναίκα. όλα είχαν ένα προβλέψιμο σύνορο ηδονής, κάτι που με εξόντωνε όταν γινόταν μια συνειδητή αλήθεια". 

"Ας περίμενα κι εγώ λίγο τις εξελίξεις, έπρεπε να φροντίζω να μη με επηρεάζει τόσο πολύ το άγχος, ας το έβλεπα πιο ψύχραιμα. Αυτή ήταν η μοίρα μου, ήμουν ένας άνθρωπος σε συνεχή διάλογο με τον εαυτό μου, η εσωτερική μου φωνή τρυπούσε τον εγκέφαλό μου, το κρανίο μου σαν ένα αιμάτινο αντηχείο εκσφενδόνιζε όλους τους κραδασμούς και τις εσωτερικές κραυγές, μα εκείνες επέστρεφαν ξανά και ξανά και διέλυαν τη συνείδησή μου. είχα τόσο πολλά να επιλύσω, που τελικά δεν είχα τίποτα. Κατά συνέπεια κάθε σκέψη μου κατακρημνιζόταν από την προηγούμενη και κάθε λογικός συνειρμός μού έμοιαζε την επόμενη στιγμή παράλογος και δυστοπικός, δημιουργώντας κάθε φορά μια νέα αλήθεια για τη ζωή μου, την οποία μάλιστα υπερασπιζόμουν με πάθος".

Κ.Μ

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

"Η Ζωή από τη Θεσσαλονίκη ξεκινάει μια καινούρια ζωή ως καθηγήτρια στη Θράκη, αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Αυτό όμως που φοβάται περισσότερο επαναλαμβάνεται σαν κακή φάρσα: οι άντρες που σχετίζονται μαζί της δεν έχουν καλό τέλος..."
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Θεόδωρου Γρηγοριάδη "Ζωή μεθόρια", που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. (εκδόσεις Πατάκη).

Η Ζωή, νεοδιόριστη καθηγήτρια Αγγλικής φιλολογίας, (πρωτοδιορίζεται στον Έβρο), επιλέγει να ζει σε μια μεθόρια διάσταση,  επιλέγει την αποστασιοποίηση από τα συμβάντα της εποχής της, επιλέγει την απομόνωση οδεύοντας προς την ελευθερία της. 
Ως αριστερή η Ζωή μισεί το δημόσιο, νιώθει σχεδόν ανάπηρη να το υπηρετήσει, μίζερη, παρά τις εσωτερικές της διαμαρτυρίες.

Κουβαλά την δική της κουλτούρα, στο μεταίχμιο της κοινωνικής πίεσης και της τάσης για αυτονομία,  αλλά κουβαλά και μια "κατάρα": οι εραστές της όλοι πεθαίνουν. Ένα σημείο αξιοπερίεργο που ίσως αναλύοντάς το να καταλήξουμε ότι αυτό τελικά είναι που υποσυνείδητα επιδιώκει: την μοναξιά, μέσω της οποίας κερδίζει την ελευθερία της. Νιώθει αβεβαιότητες σχετικά με τον συναισθηματικό της κόσμο, βουτά σε μια αντικομφορμιστική μορφή του έρωτα πέρα από τον πατροπαράδοτο ρόλο της σαν γυναίκα. Τα προσωπικά ζητήματα πάντα εμπλέκονται με την πολιτική του τόπου, καθώς η Ζωή ενηλικιώνεται στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, και όπως οι άνθρωποι της εποχής, και οι τόποι της ελληνικής μεθορίου, ζητούν μια νέα ταυτότητα. 

Αποσπάσματα:

"Δεν μπορούσα να ανεχτώ καμιά απαγόρευση στη ζωή μου και κάτι τέτοια περιστατικά, ασήμαντα για άλλους, με ταρακουνούσαν και μου θύμιζαν τις μέρες της Χούντας, που ήμουν μαθήτρια στο σχολείο και μου απαγορεύονταν τα πάντα".

"Με τα προσόντα του θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε γυναίκα. Άρχισε πάλι η αυτοκριτική και η αποδόμηση. Τι μου έβρισκε; Εγώ, ώρες ώρες, αισθανόμουν σαν ένα παζλ που έχει ενωθεί αλλά νιώθει τους τριγμούς τις ενώσεις του. Μπορεί να είχα στρωτές και δημιουργικές στιγμές, αλλά, πολλές φορές τη μέρα, να μην πω και κάθε ώρα, κάτι ανήσυχο μαύριζε στον ορίζοντά μου. Κάτι που άφηνε όλα τα υπόλοιπα στη σφαίρα του προσωρινού. Ακόμα κι όταν απολάμβανα ένα βιβλίο, μια βόλτα, ήξερα ότι ήταν πρόσκαιρο, γιατί εκείνο το δίχτυ που είχε πέσει γύρω μου με τύλιγε για τα καλά".

"Είχε τη γρουσουζιά μέσα της, ήταν μια αλλόκοτη και απροσάρμοστη τύπισσα. Μια λαϊκότερη κυρία την αποκάλεσε "φαρμακομούνα".

"Τα κορίτσια χαμογελούσαν: "΄Ηταν το πιο άκακο και γλυκό κορίτσι που γνωρίσαμε στη ζωή μας. Μακάρι να είχαν τη δική της ευαισθησία και οι άλλοι".

Κ.Μ

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Aυτό το συλλεκτικό έργο της Ρέας Γαλανάκη (την διαβάζω μανιωδώς), το περίμενα πώς και πώς, έχοντας πληροφορηθεί την κυκλοφορία του, αφού πρόκειται για το σύνολο της διηγηματικής της δουλειάς, σαν να μας χαρίζει όλα τα διαμάντια της σ' ένα κουτί, σ΄έναν τόμο.

Η παραδοξότητα της ομορφιάς εδώ εντοπίζεται στην αλήθεια του παραμυθιού, στην ιστόρηση ενός γεγονότος μιας περασμένης εποχής. Πίσω από τις πτυχές του μύθου βρίσκουμε μια πραγματικότητα, αλλοτινή, διακριτική αλλά αυτούσια. Οι ιστορίες, ονειρικοί εξωτισμοί, έχουν ήρωες ανθρώπους μακρινών, ή όχι και τόσο, εποχών,  ανθρώπους που μπερδεύτηκαν με την ιστορία του τόπου τους, που έζησαν πάθη που δεν τα σήκωνε η κοινωνία του τότε και οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις τιμωρήθηκαν ή αυτοτιμωρήθηκαν κουβαλώντας  την ριψοκίνδυνη αποκοτιά τους, την αιδώ και το φορτίο της,  για μια ζωή.

Το ποιητικό στοιχείο πλέει παντού, ανθίζει και στα έντεκα διηγήματα, για να νιώθει ο αναγνώστης ότι δεν είναι η ιστορία που έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά η λέξη, η γλώσσα, το ύφος, το ταλέντο της σημαντικής αυτής συγγραφέως να μας μπάζει βαθιά στο συναίσθημα, να μας τυλίγει μ' ένα ατέλειωτο πέπλο λυρισμού, να μας ανοίγει τις αισθήσεις. Οι δοξασίες ενός τόπου, οι ιστορίες που αφηγούνται οι παλιοί, δεν θα ξεθωριάζουν κι ούτε ποτέ θα εξαφανιστούν από τις καρδιές των ανθρώπων, καθώς οι λέξεις, στην προκειμένη περίπτωση, δομούνται σε μυθικά διηγήματα, για να τις διατηρήσουν αθάνατες αναβιώνοντας έρωτες και δολοπλοκίες παράξενων χρόνων.

Η φωτογραφία της συγγραφέως στο οπισθόφυλλο, ήταν μια ωραία έκπληξη.

Τα αποσπάσματα είναι από το τελευταίο διήγημα "Η ιστορία της Όλγας" :

"Οι φλόγες των κεριών έτριβαν πάνω στο στήθος της χρυσούς αμπρακάμους και μποτόνια, χρυσαφικά από  τον πρόσφατο γάμο της. Έλιωνε όμως το χρυσάφι  κι έσταζε κερί στα μάρμαρα, γιατί αυτή η γυναίκα αμφέβαλλε για το σωστό. Ο διάβολος αντέψελνε μέσα της: σωστό είναι μόνο ό,τι τρυφερά ορέγεσαι. σωστό είναι το στοιχειωμένο δέντρο όταν επιστρέφεις. σωστό είναι οι σκέψεις των μικρών παιδιών. Γι' αυτό κοιτούσε πέρα και χαμογελούσε, λες και δεν παρευρισκότανε στη λειτουργία".

"Ο δάσκαλος έφερνε στις συναντήσεις τους το αναγνωστικό κρυμμένο μέσα στο κεντητό γιλέκο του. Της μάθαινε τα γράμματα χαράζοντας μ' ένα ξυλαράκι το σχήμα τους πάνω στο χώμα, ή με το δάχτυλό του πάνω στο γυμνό της σώμα. Της έφερε δώρο από το Ηράκλειο ένα λεπτό τετράδιο κι ένα μολυβάκι από το βιβλιοχαρτοπωλείο των Αλεξίου, για να μπορεί να κρύβει εύκολα το αμάρτημα της γραφής, που ήταν βαρύ για τις γυναίκες όσο και το αμάρτημα της μοιχείας".

Κ.Μ

Σάββατο 4 Ιουλίου 2020


Μπαίνοντας χθες σ' ένα βιβλιοπωλείο, ψάχνοντας για κάτι συγκεκριμένο, καινούριο, εντελώς φρέσκο, πέφτω πάνω σ' αυτό το βιβλίο. Γνώριμο. Διαβασμένο. Από εκείνα που κάποτε δάνεισα και "ξέχασαν" να έρθουν πίσω. Απόκτημα αγαπημένο, να μπει στη θέση του μαζί με τα υπόλοιπα της συγγραφέως. (Κέδρος νομίζω ήταν τότε, Πατάκης τώρα).

Το "Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές" της Έρσης Σωτηροπούλου είχε βραβευτεί με το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας το 2000 καθώς και το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω, ωστόσο το βιβλίο αργότερα απαγορεύτηκε και αποσύρθηκε από τις σχολικές βιβλιοθήκες ως πορνογραφικό. (Υποκρισία και  έλλειψη γνώσης της σχέσης ανάμεσα σε λογοτεχνία και γλώσσα). Το βιβλίο έχει μεταφραστεί και κυκλοφορήσει πολύ στο εξωτερικό.  Σήμερα ξαναδιαβάζοντάς το δεν βρίσκω κάτι το σοκαριστικό, το τόσο χυδαίο ώστε να μην μπορεί να διαβαστεί και από νεότερα παιδιά (που βλέπουν πια τόσα και τόσα στο ίντερνετ).

Οι ήρωες του βιβλίου (εκτός από το παράλογο), είναι τέσσερις νεαροί εκ των οποίων η μία, η Λία, έχει προσβληθεί από έναν καινούριο ιό και νοσηλεύεται, με κίνδυνο της ζωής της αφού πρόκειται για θανατηφόρο ιό. Η ζωή των νεαρών αυτών μοιάζει με τα νεράντζια που μένουν πάνω στο δέντρο, ωριμάζουν, πέφτουν, κατρακυλάνε στις κατηφοριές. 

Πρόκειται για ένα βιβλίο βαθύ, αρκετά σκληρό, και για όποιον δεν είναι τόσο μυημένος, θα φανεί από αδιάφορο ως μέτριο, ίσως και κακό. Σίγουρα δεν θα γοητεύσει κάποιον που δεν έχει διαβάσει πάρα πάρα πολλή λογοτεχνία και ποίηση, κάποιον που έχει εθιστεί στην παραδοσιακή λογοτεχνία, που αρέσκεται σε ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, (συνήθως προτιμά το καλό τέλος). Εδώ έχουμε ανθρώπους που φλερτάρουν με τα άκρα, που αγγίζουν το μηδέν, που όλα τους πάνε στραβά, που έχουν μπουχτίσει από την ισοπεδωμένη καθημερινότητα, που πασκίζουν να βγουν από το τέλμα.

Το βιβλίο παρουσιάζει μια μοναδικότητα στη γραφή, σχεδόν ποιητική με πινελιές λυρισμού μέσα στον συγκλονισμό ο οποίος διαπλέκει τις ιστορίες των αλλόκοτων προσώπων του, έχει μια δυνατή φωνή και είναι προφανές ότι πρόκειται για ευφάνταστη μυθοπλασία που σε κρατά εκεί και μετά το τέλος της ανάγνωσης.

Αποσπάσματα:

"Θυμάσαι όταν γεννήθηκε η Σίσυ και πήγαμε να τη δούμε στην κλινική και μας είχαν πάρει δώρο ένα κουτί χαρτοκοπτικής που υποτίθεται ότι μας το έφερε η Σίσυ και σε κάποια στιγμή έφεραν το φαγητό στη μαμά, ψάρι στον φούρνο που εμάς ποτέ δεν μας άρεσε, αλλά εκείνη την ημέρα αρχίσαμε να τσακωνόμαστε ποιος θα το φάει;..."

"Σ' αγαπώ" είπε η Νίνα κι αγκάλιασε το ψυγείο. Ήταν σχεδόν στο ύψος της. Το ψυγείο τρεμούλιασε μ' ένα μικρό βογκητό κι έμεινε πάλι σιωπηλό. Κράτησε κι αυτή την αναπνοή της. "Σ' αγαπώ" ξαναείπε χαϊδεύοντας την ψυχρή επιφάνεια. Από τον γάντζο κρεμόταν το μαχαίρι για τα καρπούζια. Μέσα στο σκοτάδι βρήκε τη λαβή και την έπιασε. Όλοι θα το μετανιώσουν, σκέφτηκε.

"Τρεις γέροι κάθονταν σ' ένα παγκάκι χωρίς να μιλάνε και χάζευαν την κίνηση γύρω από τις βάρκες, το άκρον άωτον της ευτυχίας. Πώς το είπατε αυτό; Ακριβώς έτσι. Έτσι θα του άρεσε να γεράσει. Να μπορεί ν' αναπνέει όντας αναίσθητος κάτω από τον ήλιο. Να κοιτάζει τον ψαρά που τραβάει τα δίχτυα έξω από τη βάρκα βρίζοντας μέσα από τα δόντια  του, ύστερα έναν γλάρο που χοροπηδάει κουτσαίνοντας, ύστερα ένα μικρό παιδί με μισοφαγωμένο καλαμπόκι, ύστερα τίποτα. Χωρίς πάθος, καμιά συγκίνηση. Να νιώθει μόνο τους ρόζους στο παγκάκι που κάθεται κι ακουμπάνε τα χέρια του, να ακολουθεί τα νερά του ξύλου ψάχνοντας με τα δάχτυλά του, αυτή να είναι η μόνη συγκίνηση".

"Για λόγους που αγνοούμε, το ανοσοποιητικό σύστημα δυναμώνει τόσο πολύ που αρχίζει να καταστρέφει τα όργανα...  .... Ο οργανισμός θωρακίζεται για να πολεμήσει έναν ιό που δεν υπάρχει. Έναν κατά φαντασίαν ιό. Για ποιο λόγο το σώμα ξαφνικά επιτίθεται σ' έναν ανύπαρκτο ιό, προς το παρόν το αγνοούμε".

"Κοιτάχτηκε πάλι στον καθρέφτη, τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα, σε αναμονή. Τι περιμένει το στόμα μου; Τι περιμένω; Πολλά μικρά φιλιά, αυτό μου άρεσε πάντα, σκέφτηκε ξαφνικά. Μικρά, ατέλειωτα φιλιά. Κόλλησε το πρόσωπό της στον καθρέφτη και φίλησε τα χείλη της". 

Κ.Μ

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Aν θέλετε να περάσετε μια μέρα με τις ιστορίες της κυρίας Φι, τις παράξενες ιστορίες της κυρίας Φωτεινής Τσαλίκογλου, την οποία διαβάζω από την "Κόρη της Ανθής Αλκαίου",  θα έχετε μια ευχάριστη συντροφιά με ωραίες λογοτεχνικές εκπλήξεις από ένα εμβληματικό βιβλίο.  "Γιατί η ζωή έτσι όπως είναι, δεν μας είναι αρκετή".

Η αγαπημένη μου φίλη Μαρία, φανατική αναγνώστρια ξέρει πόσο λατρεύω τις σύντομες ιστορίες και μου έκανε δώρο αυτό το βιβλίο (μαζί με άλλα όπως πάντα). Ένιωσα σαν παιδάκι στο πανηγύρι. Το διάβασα αμέσως, με την παρουσία της κυρίας Φι μέσα στο σπίτι μου, να την συναντώ εδώ και τώρα, στο πιο μακρινό παρελθόν, στο αύριο, να μου αφηγείται τα θέματα με μια χροιά παραίσθησης και η κάθε ιστορία από ρηχή να βαθαίνει συνεχώς και να χάνεται στην ψυχοσύνθεση του ήρωα.

Αποσπάσματα:

"Οι ψυχολόγοι δεν είναι πάντα για καλό. Μην παίρνετε κατά γράμμα τα λόγια τους. Πολλές φορές αγνοούν τα απλά παιγνίδια των μικρών και μεγάλων παιδιών. Έχουν την τάση να τα παίρνουν όλα στα σοβαρά και μέσα από διαγνώσεις να κατασκευάζουν πραγματικότητες που δεν υπάρχουν παρά μόνο εκείνη τη στιγμή που τις επικαλούνται - ίσως μάλιστα ούτε τότε. Ξέρετε, η πραγματικότητα είναι κάτι το τόσο εύθραυστο και διάφανο. Σαν παιδικό παιγνίδι. Λυπάμαι που εσείς γίνατε νοσηλεύτρια και ο γιος σας τρόφιμος ιδρύματος, είπε η κυρία Φι και το εννοούσε".

"Η κυρία Φι  θα ήθελε να γνωρίσει από κοντά αυτόν τον άνθρωπο. Δεν ξέρει για ποιο λόγο ακριβώς, αλλά θα ήθελε πολύ να συναντήσει τον Σεραφετίν Γκιουζέλ. Να του σφίξει το χέρι, να του πει πόσο τον θαυμάζει. Να του ομολογήσει ότι τρέφει απέραντη εκτίμηση στους γιους που κάνουν οτιδήποτε τους περνάει από το χέρι για να διατηρήσουν ζωντανή τη νεκρή μάνα τους. Αν ήταν πιστή ένας τέτοιος γιος θα γινόταν ο θεός της. 
Φταίει ίσως και το όνομά του. Γκιουζέλ. Θυμάται τη γιαγιά της από τα μέρη εκείνα, "γκιουζέλ", της έλεγε, "ομορφιά μου", και τη γέμιζε φιλιά.
Έχουν κυλήσει αμέτρητα χρόνια από τότε".

Κ.Μ

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Το Σαββατοκύριακο διάβασα ένα βιβλίο της περασμένης δεκαετίας που το είχα αγοράσει επειδή με εντυπωσίασε το εξώφυλλο και ο τίτλος. Είδα κάπου και πέντε αστεράκια και είχα αποφασίσει να το διαβάσω. Δεν ξέρω αλλά πλειστάκις τα αστεράκια σε παραπλανούν.
Βέβαια δεν λέω πως δεν άξιζε και πως τίποτα δεν μου άφησε,  όμως δεν ήταν αυτό που περίμενα. Καταρχήν είναι από τα κείμενα που αμέσως προδίδουν ότι πρόκειται για μετάφραση, όσο καλή δουλειά κι αν έχει γίνει.  Κι εδώ νομίζω ότι έγινε καλή δουλειά, αλλά κάτι σε αποσπά να παρασύρεσαι στην ιδέα ότι δεν γράφτηκε στα ελληνικά όπως θα το περίμενες.

Το μυθιστόρημα της Κορνηλίας Γκόλνα (ελληνορουμανικής καταγωγής) είναι μια αφήγηση 620 σελίδων για την Κωνσταντινούπολη των διαφόρων εθνοτήτων που διψούν για ελευθερία και ταυτόχρονα και μια ιστορία αγάπης. Η ιστορία ξεκινά το 1905, ανάμεσα σ' ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον με πλούσιες εικόνες της εποχής, για τα έθιμα του τότε κόσμου στη Βασιλεύουσα, τα σαλόνια, τους χορούς, τις όπερες και τα θέατρα. 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ Πόλη των πόθων, ένα βιβλίο που ζωντανεύει την ατμόσφαιρα του καιρού, στους δρόμους του Πέραν, στις πλατείες και στους λόφους.
Ανάμεσα στην κουλτούρα και την παράδοση μπαίνει και η ιστορία. Το 1908 κάποιοι  Νεότουρκοι και μέλη του κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος κήρυξαν σε ισχύ το σύνταγμα του 1876, στο Μοναστήρι. Αμέσως στο κίνημα προσχωρούν το Β΄Σώμα Στρατού της Αδριανουπόλεως και σταδιακά όλες οι εδρεύουσες στη Μακεδονία μονάδες του Οθωμανικού στρατού. 

"Η Κωνταντινούπολη ήταν μια μητέρα, η οποία αγαπούσε τα παιδιά της εξίσου, άσχετα με την κοινωνική τους θέση και το επίπεδο της ζωής τους".

"Αργά, σχεδόν ευλαβικά, το τραμ πέρασε την περιοχή του Γιλντίζ. Εκεί, πίσω από ψηλούς τοίχους, κρυμμένο μες  σε θάμνους και δέντρα, ήταν το ανάκτορο του Αβδούλ Χαμίτ, κτισμένο ως καταφύγιο για τον ίδιο, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των υπηκόων του".

"Οι Ευρωπαίοι εδώ μπορούν να είναι αφάνταστα ηθικολόγοι, καθηγητά. Δε συμφωνείτε; Με το αφόρητο σύμπλεγμα ανωτερότητας, που έχουν απέναντι στους ντόπιους. Ω, ομολογώ ότι πού και πού είναι πολύ διασκεδαστικοί. Έχω παρακολουθήσει ορισμένα πολύ καλά θεατρικά έργα και κονσέρτα, συμμετείχα ακόμη και σ' ένα δυο πάρτι μαζί τους. Δεν ξέρω τίποτα όμως για την αληθινή Κωνσταντινούπολη, την Ανατολή, που θαυμάζετε τόσο εσείς και ο αδερφός μου".

"Οι διαδηλωτές, εκτός εαυτού απ' τον ενθουσιασμό τους, σκαρφάλωναν από παντού στον τοίχο και ανεβαίνοντας πάνω, φώναζαν ζητωκραυγάζοντας μέσα σ' ένα ντελίριο. Οι λόγοι αντηχούσαν. "Ζήτω το σύνταγμα! Ζήτω η ελευθερία!"
Η ικανοποίηση που περιείχαν αυτά τα λόγια εντός τους ήταν ολοφάνερη. Λες και αποτελούσαν μια δικαίωση των όσων είχαν γίνει. Ο λαοός είχε ξαναπάρει το πάνω χέρι, και, παρότι ο σουλτάνος κρύφτηκε για πάντ αστο ανάκτορό του, δεν μπόρεσε να αποφύγει τον αντίλαλο των συνθημάτων τους. Είχαν πάρει πίσω την ελευθερία τους, είχαν υπερασπιστεί την επανάσταση". 

Κ.Μ


Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Ένα βιβλίο που είχα για καιρό αδιάβαστο, μου έκανε ωραία παρέα για μια μέρα. Είναι από τα μυθιστορήματα που δεν σε αφορά τόσο η ιστορία όσο η αφήγηση. Η γλώσσα και η ατμόσφαιρα της εποχής κρατούν τα ηνία της ανάγνωσης. 

Η "στιγμή" καθορίζεται από ένα φόνο ενός ζωγράφου, διεθνούς φήμης, ο οποίος πυροβολήθηκε σχεδόν εξ επαφής. Δεν είχαν βρεθεί αποτυπώματα ούτε πάνω στο πιστόλι ούτε γενικά μέσα στο διαμέρισμα.Ένα έγκλημα που θα αποτελέσει πονοκέφαλο για την αστυνομία.

Ο "αιώνας" από την άλλη, στιγματίζεται από δραματικά γεγονότα δυο οικογενειών, των οποίων οι ζωές θα έχουν επιπτώσεις στις νεώτερες γενιές.  Η ιστορία ξεκινά από έναν Αύγουστο του 1898 και τελειώνει μια Μεγάλη Παρασκευή του 2005. 

ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ...ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ  
συγγραφέας: ΚΑΝΗ ΚΑΡΑΒΑ εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Αποσπάσματα:

"Και τι να κάμομεν, βρε Αναστάση; Να σταυρώσομεν τας χείρας αναμένοντες το τελειωτικό κτύπημα; Οι Τούρκοι είναι αδηφάγος λαός και ύπουλος συνάμα, και όσον υποχωρούμε τόσον περισσότερα θα ζητούν. Τους ανοίγεται η όρεξις. Θα τους χρησιμεύσομεν ως επιδόρπιον; Διέστε εις την Κρήτην. Ημπορεί απ' εκεί να εξεκίνησεν ο ελληνοτουρικός πόλεμος, όμως τουλάχιστον εις ό,τι αφορά την Κρήτην είχαμε κάποιο αποτέλεσμα. Αυτός ο Βενιζέλος είναι πολύ ικανός και να μου το θυμηθείτε, θα τον ακούομεν συχνά εις το μέλλον", είπε ο Μιχαλάκης".

"Απορώ μαζί σου, Ανδρέα. Ο Βενιζέλος είναι Κρητικός, τι γνωρίζει διά την Ελλάδα..."

"Η Αθήνα μεγάλωσε κι αυτή και αριθμούσε πια διακόσιες χιλιάδες ψυχές, είχε δε αλλάξει εντυπωσιακά. Τα τραμβάγια δεν τα έσερναν πλέον άλογα, ήταν ηλεκτρικά, και η πόλη είχε ασφαλτοστρωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της. Η ρομβία, που τόσο διασκέδασε τους Αθηναίους με τις τραβιάτες και του ριγολέττους της, είχε αντικατασταθεί από τη λατέρνα με τα στολίδια, τις μεταξωτές φούντες και τους καθρέφτες κι έπαιζε ωραιότατα βαλς και τανγκό αλλά και χασαποσέρβικα, οι δε δρόμοι της πρωτεύουσας είχαν γεμίσει αυτοκίνητα".

"Ποτέ μα ποτέ η ίδια δεν θα συγχωρούσε μια μάνα που άφησε τα παιδιά της για να τρέξει πίσω από μια περιπέτεια, έστω κι αν επρόκειτο για τον έρωτα της ζωής της, όπως ήταν ο Νάσης, που τον λάτρευε πιο πολύ από τη ζωή των παιδιών της. Κι όμως τι μπορεί να φέρει μια στιγμή, την καταστροφή. Πόσο πολύ είχε κλάψει, πόσο είχε πονέσει και βασανιστεί, πόσο ακριβά το είχε πληρώσει κανείς δεν το ήξερε, κανείς εκτός από την ίδια".

Κ.Μ

Σάββατο 13 Ιουνίου 2020


Διάβασα τον "ANEΠΙΘΥMHTO NEΚΡΟ", ένα βιβλίο για τις τελευταίες μέρες της ζωής του μεγάλου μας λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη.

Η πρώτη εντύπωση είναι ότι πρόκειται για ένα καλό βιβλίο που διαβάζεται μέσα σε μια μέρα, και για το οποίο θα έχεις κάτι να θυμάσαι για καιρό μετά, μπορεί και για πάντα. Ίσως και να πληροφορηθείς μερικά πράγματα που δεν γνώριζες για το θάνατο και την κηδεία του Καζαντζάκη. Αν και στο βιβλίο αυτό υπάρχουν αρκετές επαναλήψεις και γνωστές αναφορές που οι περισσότεροι από εμάς τις είχαμε διαβάσει κατά καιρούς ή είχαμε παρακολουθήσει σχετικές εκπομπές στην τηλεόραση, το κείμενο είναι καλογραμμένο και λογοτεχνικό ώστε δεν σε απογοητεύει.

Ο Γιώργος Πράτανος σ' αυτό το πρώτο του βιβλίο, κάνει γνωστό το πρώτο μεγάλο ρεπορτάζ του νεαρού τότε Φρέντυ Γερμανού, ο οποίος ταξιδεύει στο Ηράκλειο για να καλύψει την κηδεία του μεγάλου λογοτέχνη παγκοσμίου φήμης. Σ' αυτό το κομμάτι το κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς ο Γερμανός συνομιλεί με απλούς Κρητικούς και καταγράφει τις απόψεις τους για τον Καζαντζάκη.

Η ρομαντικότητα του μεγάλου μας λογοτέχνη και ο τρόπος που έζησε σε διάφορες πόλεις, καταγράφονται εντέχνως μέσα από τον "Ανεπιθύμητο Νεκρό", ώστε τελειώνοντας το  μυθιστόρημα θέλησα να ανατρέξω σε παλιές εκδόσεις στην βιβλιοθήκη μου για να ξαναδιαβάσω αποσπάσματα από τον "Καπετάν Μιχάλη" (βιβλίο για τον πατέρα του Νίκου Καζαντζάκη),  από τα Ταξίδια του και από την Ασκητική του. 

"Ο Ανεπιθύμητος Νεκρός" είναι ένα μυθιστόρημα με ηρωίδα την Ελένη Καζαντζάκη, η οποία πέρασε δίπλα στον συγγραφέα μια ζωή γεμάτη ανατροπές και μεγάλες δυσκολίες και η οποία καλείται να αναλάβει τα διαδικαστικά της μεταφοράς του νεκρού στην Ελλάδα από το νοσοκομείο της Γερμανίας όπου ο Καζαντζάκης νοσηλεύτηκε και πέθανε τον Οκτώβρη του 1957.

Αποσπάσματα:

"Για ένατη φορά το Νόμπελ θα κατέληγε σε άλλα χέρια, όχι γιατί ο σύζυγός της δεν το άξιζε αλλά γιατί η πατρίδα του αρνιόταν πεισματικά να δεχθεί ότι ένας "άθεος κομμουνιστής" μπορούσε να της κάνει ένα τόσο πολύτιμο δώρο".

"Λέτε να πάει η Γαλάτεια στην κηδεία του Καζαντζάκη;" ρώτησε με το που κάθισε στο τραπέζι, επιχειρώντας να δώσει μια άλλη πνοή στο καζαντζακικό ζήτημα".

"Το Βήμα γράφει για άρθρα σε μεγάλες εφημερίδες της Γαλλίας που αποθεώνουν τον Καζαντζάκη και το έργο του. Βέβαια, αν και έχω καταλάβει πως θα κηδευτεί στο Ηράκλειο, κανείς δεν ξέρει πότε θα γίνει αυτό. Και με όσα ακούω να λέτε τώρα, να προσθέσω πως κανείς δεν θα πρέπει να είναι σίγουρος αν θα πραγματοποιηθεί κηδεία".

"Δεν ήταν άγιος ο Καζαντζάκης. Ήταν ένας ερημίτης, που πολλές φορές δεν άντεχε τον κόσμο. Του άρεσε να αναγνωρίζουν το ταλέντο του, να τον τιμούν, αλλά μέχρι εκεί. Πολλές φορές οι άνθρωποι του έφερναν αποστροφή. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τον τέλειο άνθρωπο, αλλά με κάποιον που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο και να του αναγνωριστεί αυτό. Πάντως κακό δεν έκανε σε κανέναν. Κανείς δεν εξαναγκάστηκε να αγοράσει τα βιβλία του. Και δεν έχει σημασία αν ήταν εξαιρετικός πεζογράφος, ή ποιητής, ή λόγιος. Σημασία έχει πως διώχθηκε με κάθε τρόπο από το επίσημο κράτος και την Εκκλησία, και αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί".

Κ.Μ

Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Λήξη του εγκλεισμού, από αύριο φτου ξελευθερία.
Τα βιβλία που διάβασα όλο αυτό το διάστημα είναι αρκετά, θα αναφέρω μερικά μόνο με τους τίτλους και τους συγγραφείς, αδυνατώ να κάνω κάποια κριτική, λόγω έλλειψης χρόνου. Είναι σαφώς βιβλία που συστήνω οπωσδήποτε, κάποια από αυτά με έχουν ενθουσιάσει.

1.  Όταν ήμαστε ορφανοί    Kazuo Ishiguro
2.   Σώμα      Αχιλλέας Κυριακίδης
3.   Κραχ διαρκείας   Marc Roche
4.   Tάλγκο    Βασίλης Αλεξάκης
5.   Ο μεγάλος ευνούχος της Κωνσταντινούπολης     Livaneli
6.   H ψευδαίσθηση της μοναξιάς   Σάιμον Βαν Μπόυ
7.   Δύσκολες νύχτες   Μέλπω Αξιώτη
8.   Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα   Μενέλαος Λουντέμης
9.   Ιδού Εγώ   Τζόναθαν Σαφράν
10.  Ήρωες και αντιήρωες    Διδώ Σωτηρίου
11.  Αμερικάνικο Ειδύλλιο   Φίλιπ Ροθ
12.  Στην παγίδα του νερού  Πόλα Χόκινς
13.  Συμβίωση    Ριντιαν Μπρουκ 
14.  Το τέλος του κόσμου σε Αγγλικό κήπο    Σώτη Τριανταφύλλου
15.  Πολύ μακριά απ' το σπίτι  Πιτερ Κάρεϊ
16.  Οι υπολήψεις   Juan Gabriel Vasquez
17.  H άνοδος   του εχθρού  Rob Sinclair 
18. Άλλη εποχή άλλη ζωή   Λέιφ Πέρσον 
19. Η χορτοφάγος  Χαν Γκαννγκ 

Κ.Μ

Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Πάμπλο Νερούδα ΕΚΑΤΟ ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΟΝΕΤΑ


Καταρχήν με εξέπληξε αυτή η βιβλιοδετημένη έκδοση, καιρό είχα να αγοράσω βιβλίο με τέτοιο εξώφυλλο. Οι εκδόσεις "γνώση" έκαναν μια υπέροχη δουλειά, μια δίγλωσση έκδοση, σε μετάφραση και πρόλογο του Ηλία Ματθαίου. 
Με συγκίνησε πολύ ο πρόλογος και η αναφορά στην εξύμνηση του έρωτα του Νερούδα για την Ματίλντε, τη γυναίκα με την οποία έζησε τα περισσότερα χρονια της ερωτικής του ζωής.
"Είχες την εντύπωση πως ο κόσμος ολόκληρος έτρεμε απ' την πολλή αγάπη, που ήταν σπαρμένη στον κήπο του σπιτιού".


Η συλλογή αυτή αποτελεί δείγμα της μεγάλης ποιητικής τέχνης του Νερούδα (βραβείο Νόμπελ 1971), του θερμού εραστή, και στη ζωή και στην ποίηση.
Η αφιέρωση είναι στην Ματίλντε Ουρουτία, και η συλλογή χωρίζεται σε τέσσερα μέρη:
ΠΡΩΙ (1 - 32), ΜΕΣΗΜΕΡΙ (33 - 53), ΑΠΟΓΕΥΜΑ (54 - 78) και ΝΥΧΤΑ (79 - 100).

Αποσπάσματα:

"Αγάπη, πόσος δρόμος μέχρι να φτάσω στο φιλί,
τι ταξιδεύτρα μοναξιά μέχρι τη συντροφιά σου!"

"Πόσες σ' έχω αγαπήσει φορές χωρίς καν να σε δω κι ίσως
δίχως να σε θυμάμαι.
δίχως νύξη καμιά της ματιάς σου, χωρίς να σε βλέπω,
κενταύρα,
σε τόπους αντίξοους, σε καυτερά μεσημέρια:
ήταν τ' άρωμα μόνο απ' το στάρι που τόσο αγαπάω".

"Με δάφνες του Νοτιά και ρίγανη του Λότα
μικρή βασίλισσα σε στέφω των κοκάλων μου.
δεν μπορεί να σου λείπει αυτό το στέμμα
που η γη το φτιάχνει με βάλσαμο και φύλλα".

"Ήταν το φως βρεγμένο, πράσινη η σιγαλιά, 
έτρεμε σαν την πεταλούδα ο μήνας Ιούνης,
και στο νότιο βασίλειο, από πέτρες και θάλασσα,
το μεσημέρι διάσκισες, Ματίλντε".

"Κι είν', αγάπη, αυτός ο ίσκιος που η ζωή μού' χει δώσει:
ένα ρούχο αδειανό που πίσω μου κουτσαίνει
σα σκιάχτρο με χαμόγελο όλο αίμα".

"Αγάπη μου, αν πεθάνω κι εσύ ζήσεις,
μη δώσουμε άλλο έδαφος στον πόνο:
αγάπη μου, αν πεθάνεις κι εγώ ζήσω, 
δεν έχει τόπο σαν κι αυτόν που ζούμε".

Κ.Μ

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

TO ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΛΛΙ του Χωμενίδη το είχα αδιάβαστο. Δεν με ενθουσίασε βέβαια, μόνο απολαμβάνω πάντα το ζουμερό γράψιμο του Χωμενίδη αν και αυτό το συγκεκριμένο δεν αποτελεί μια πετυχημένη προσπάθεια του συγγραφέα να καταγράψει φρικαλεότητες και τερατουργίες της 17Ν, ως κύριο θέμα του βιβλίου. Αυτό που μου άφησε είναι μια βαρεμάρα, σχεδόν να το παρατήσω για την πολυλογία του, και την φανερή ρηχότητα,  καθιστώντας την πλοκή μπερδεμένη ανάμεσα σε στοιχεία σουρεαλισμού και βδελυγμίας. 
Διαμέσου του θέματος του βιβλίου - της τρομακρατίας στην Ελλάδα - και μέσα από τη δυσκολία του συγγραφέα να καταφέρει να αξιοποιήσει το ταλέντο του σ΄ αυτό το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, κρατώ κάποιες αξιόλογες φράσεις που καθόλου χαρακτηριστικές είναι για τις αδυναμίες του βιβλίου αυτού:

"Τι να σου κάνει λοιπόν και η σημερινή νεολαία;... Οι τελευταίοι διαδηλωτές στην Ελλάδα σκοτώθηκαν το 1980. Η αστυνομία προμηθεύτηκε έκτοτε ήπια δακρυγόνα και λαστιχένια ρόπαλα. Οι πονηροί πολιτικοί τείνουν να μετατρέψουν τα Εξάρχεια σε μια γραφική γειτονιά, σ' ένα πάρκο εκτόνωσης διάφορων γιαλαντζί επαναστατών, οι οποίοι δεν θα έχουν καμιά ουσιαστική επαφή με την υπόλοιπη κοινωνία".

"Δύσκολο πράγμα η Επανάσταση σε μια κοινωνία τόσο μαμόθρεφτη όσο η ελληνική".

"Δυο δεκαετίες, τρεις; Μισός αιώνας το περισσότερο έως ότου να πεθάνει κι ο τελευταίος από εμάς. Κι ύστερα τα  όσα ζήσαμε, τα όσα κρύψαμε δε θα' χουν πλέον την παραμικρή σχεδόν σημασία..."

"Οι μαζικοί εορτασμοί προορίζονται για όσους η προσωπική τους ζωή δεν τους προσφέρει τίποτα άξιο για να το γιορτάσουν..."

"Ο καθένας φορτώνεται από παιδί με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να οικοδομήσει το δικό του πεπρωμένο, να πρωταγωνιστήσει στην προσωπική του, συναρπαστική ταινία. "Είναι δική σας η ζωή σας!" τους παραμυθιάζουν από τις τηλεοράσεις, ενώ παράλληλα τους πείθουν ότι η κατανάλωση αποτελεί το μοναδικό σύμβολο επιτυχίας, καθώς επίσης και το μοναδικό αντίδοτο για την κατάθλιψη".

"Η Δικαιοσύνη, ένα φάντασμα το οποίο σκύβει δήθεν πάνω από τα ανθρώπινα, ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά και επαναφέρει με χειρουργική ακρίβεια τις ισορροπίες που διασαλεύονται. Αστεία πράγματα! Δε ζητώ Δικαιοσύνη. Εκδίκηση ζητάω!"

"Αρχίσαμε  να αλλάζουμε κάθε πενταετία αυτοκίνητο, να ταξιδεύουμε με γκρουπ στο εξωτερικό, να αγοράζουμε συσκευές τελευταίας τεχνολογίας, αλλά και μεταξοτυπίες σύγχρονων ζωγράφων, για να αντικαταστήσουμε στο σαλόνι μας τις άθλιες θαλασσογραφίες και τα γκομπλέν της μαμάς. Προσχωρήσαμε εν ολίγοις σε έναν καινούριο τρόπο ζωής, εξελιχθήκαμε σε καταναλωτές με ισχύ και με άποψη. Άποψη όμως, στην πραγματικότητα, δε διαθέταμε".

"Το να αποφασίζεις προτάσσοντας το συμφέρον των αγαπημένων σου αποτελεί άραγε το ασφαλέστερο τεκμήριο ωριμότητας;"

"Η ευτυχία είναι εφικτή μονάχα όταν πηγάζει από πρόσωπα και πράγματα που μπορείς να τα αγγίξεις απλώνοντας τα χέρια σου".

"Αμέσως ύστερα επανήλθε στην - τόσο ξένη πλέον για εκείνον - πραγματικότητα. Τα χείλη του έτρεμαν, το στόμα του είχε στεγνώσει, τα γόνατά του είχαν λυθεί. Δοκίμασε να ουρλιάξει, μα φωνή δεν έβγαινε. Δοκίμασε να χιμήξει, αλλά τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Στηρίχτηκε στο κούφωμα της πόρτας για να μην καταρρεύσει. Και στη συνέχεια έκανε μεταβολή και - με ασταθή βήματα μεθυσμένου γέρου - κατευθύνθηκε προς την έξοδο του σπιτιού του, που είχε μεταμορφωθεί σε κελλί".

Κ.Μ

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Mερικά από τα διηγήματα του Εμμανουήλ Ροΐδη με είχαν συγκινήσει μέχρι δακρύων. Το βιβλίο αυτό το αγόρασα από την Σύρο το 2009 και το είχα απολαύσει τότε στις διακοπές στο αγαπημένο μου νησί. 

Από τότε είχα να το ανοίξω και το ξετρύπωσα σήμερα ανακαλύπτοντας ότι θυμάμαι ακόμα κάποια διηγήματα, αλλά κυρίως νιώθοντας ευχαρίστηση να διαβάζω κάτι στη γλώσσα του Ροΐδη και να μεταφέρομαι στη νοοτροπία της εποχής εκείνης (19ος αιώνας).

Η Ερμούπολη υπήρξε οικονομική πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και η ευρωστία της δημιούργησε μια εξαιρετική πνευματική δραστηριότητα.
Η Σύρα δεν γλιτώνει από το σατιρικό οίστρο του Ροΐδη, με ήρωες τους κοινούς, συνηθισμένους ανθρώπους της καθημερινότητας, άλλοτε ταραγμένης και άλλοτε ήρεμης.

Αποσπάσματα από κάποια διηγήματα:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ

"Ανάλογος της τοιαύτης του βίου ευθηνίας και της πληθώρας διδασκάλων ήτο των μουσικών μαθημάτων η τιμή, οι δε φιλόμουσοι πάσης κοινωνικής τάξεως Ερμουπολίται ωφελούντο της ευκαιρίας, όπως διδαχθώσιν, έκαστος αντί μικράς θυσίας το όργανον της εκλογής του. Ουδέποτε ουδαμού αντήχησαν όσα τότε εις την Σύραν βιολία, φλάουτα, τρόμπαι, πίφερα, μανδολίνα, κόρνα και κλαρινέτα. Ο περιερχόμενος τας στενωπούς της πόλεως, και μάλιστα τας Κυριακάς, επνίγετο εις κύματα μελωδίας εξορμώντα εκ παντός παραθύρου".



ΤΟ ΞΕΣΤΟΥΠΩΜΑ

"Εις απόστασιν ολίγων βημάτων προηγείτο ημών κατάξηρος κ' εκείνος ψωραλέος όνος, σύρων επιμόνως βαρέλαν ύδατος, τοποθετημένην επί είδους διτρόχου χειραμάξης υπό την οδηγίαν γραίας χωρικής. Το πρόσωπον αυτής δεν εβλέπαμεν, αλλά μόνην την ράχιν, ήτις τοσούτον είχε κυρτωθή υπό το βάρος των ετών και των μόχθων, ώστε εσχημάτιζεν ορθήν σχεδόν με τα σκέλη της γωνίαν".


Οι δυο νεαροί φίλοι σκέφτηκαν τότε να ανοίξουν το πώμα της βαρέλας και να αδειάσει όλο το νερό που η γριά είχε γεμίσει από τη βρύση.


"Τότε μόνον έστρεψε την κεφαλήν και μας είδε και είδομεν και ημείς το πρόσωπόν της. Ωμοίαζεν εκατονταετής, κάτισχον, ξηρά και μαύρη ως μούμια της Αιγύπτου. Επεριμέναμεν φωνάς, ύβρεις, κατάρας ή και πετροβόλημα. Ουδέ λέξιν όμως μας είπεν, αλλ' ηρκέσθη να στενάξη. Αδύνατον όμως είναι να λησμονήσω το άφωνον παράπονον του βλέμματος αυτής, όταν επέρασεν έμπροσθέν μας επιστρέφουσα να μεταγεμίσει το βαρέλι της εις την μακράν απέχουσαν βρύσιν".

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΟΥ

"Ο βουλευτής εκρατούσεν ένα κατάστιχο κ' εσημείωνε τα ονόματα και τι ζητούσεν ο καθένας. Όταν ήρτεν η δική μου σειρά μου είπεν ότι δεν του περισσεύει τίποτε καλόν εις την Σύρα και να πάγω να με βολέψη καλύτερα εις τας Αθήνας....
Εβόλεψα τους δικούς μου σ' ένα μικρό ξενοδοχείο κ' έτρεξα να εύρω το βουλευτή.... Μου είπε ότι "η θέσις των υπουργικών βουλευτών είναι δύσκολος δια το πλήθος των απαιτήσεων", θα προσπαθήση όμως να μου εύρη μιαν μικράν θέσιν και να περάσω μετά οκτώ μέρες".
Τρεις όλες εβδομάδες επήγαινα πρωί βράδυ εις το σπίτι του... Η μεγαλύτερη όμως σκάσι μου ήταν όταν έβλεπα εις τες εφημερίδες, πως οι άλλοι Συριανοί κομματάρχες είχαν όλοι διορισθή, άλλος αστυνόμος, άλλος εισπράκτορας, άλλος ζυγιστής εις το τελωνείο...

Ακόμη δεν είχαμεν αποκλάψει τα τέσσερα παιδιά, όταν γυρίζοντας ένα μεσημέρι από τη δουλειά μου βλέπω από μακριά, εμπρός στην πόρτα του σπιτιού μας, κόσμο πολύ... Εσίμωσα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η γυναίκα μου σωριασμένη κατά γης, ανάμεσα σε δυο γειτόνισσες που την έτριβαν με ξίδι να την ξελιγοθυμήσουν, και στο πλάγι της ένα άλλο αναίσθητο καταματωμένο σωρό. Ο σωρός ήταν ο Γιάννης μου, εκείνος που μ' έλεγε πως θα κάνη υπότροφο ο βουλευτής... Περισσότερους ανθρώπους σκοτώνουν οι αμαξάδες εις τας Αθήνας, παρά αι τίγρεις εις τας Ινδίας".

Απολογούμαι που δεν γράφω πολυτονικό όπως θα έπρεπε κανονικά να μεταφέρω εδώ τα κείμενα αυτά.

Κ.Μ

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020


Ξαναδιάβασα τον "Ντέμιαν" του Έσσε. Από μια παλιά έκδοση (Ηριδανός) σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα.  

(Αυτό το διάστημα διάβασα πολλά βιβλία για δεύτερη φορά, όπως και άλλα καινούρια, δεν έβρισκα όμως τη διάθεση να γράψω σχολιάζοντας τις εντυπώσεις μου, τώρα νομίζω θα αρχίσω να μεταφέρω εδώ κάποιες σκέψεις).

Στον "Ντέμιαν", πέρα από το θέμα της εφηβείας και την αγωνία της ενηλικίωσης, πέρα από την έρευνα του εαυτού και το ταξίδι της αυτογνωσίας διαμέσου της ψυχανάλυσης, αυτή τη φορά η ματιά μου ήταν περισσότερο εστιασμένη στις αναφορές σχετικά με τις ανησυχίες για το μέλλον της ανθρωπότητας και για όσα καλούμαστε να βιώσουμε ξαφνικά και αναπάντεχα, όπως ένας πόλεμος ή μια καταστροφή.

Ίσως το πιο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Έσσε, ένα χρονικό της εφηβείας, της κρίσης συνειδήσεως και της διαμάχης με τον εαυτό και τον γύρω κόσμο, γραμμένο μέσα σε μελαγχολική αίσθηση για τα ερωτήματα που τον βασάνιζαν σχετικά με τα αιώνια θέματα της νεότητας, του έρωτα, της θρησκείας, του πνεύματος, το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Και φαίνεται ότι γινόμαστε σοφοί όταν μια μέρα ανακαλύπτουμε ότι "το ποτάμι του κόσμου δεν κυλούσε πια κάπου δίπλα μας, μα ξαφνικά περνούσε ίσια μέσα από τις καρδιές μας..."

Αποσπάσματα που τα θεώρησα επίκαιρα ενώ το βιβλίο έχει γραφτεί το 1919:


"Θα χρειασθή να θυσιασθούμε. Μπορεί να σκοτωθούμε κι εμείς. Αλλά το πνεύμα και τα έργα μας θα μείνουν. Γύρω απ' ό,τι επιζήση από τον σημερινό κόσμο ή γύρω από όσους γλυτώσουν θα συγκεντρωθή η θέληση της ανθρωπότητας.... Και μια μέρα θα γίνη αντιληπτό ότι η θέληση της ανθρωπότητας δεν ήταν ποτέ μέσα στις κοινότητες, τα κράτη, τα πλήθη και τις εκκλησίες, αλλά ότι ο σκοπός στον οποίο τείνει να φθάση η φύση μέσα από την ανθρωπότητα είναι χαραγμένος πάνω στον καθένα, σε μένα, σε σένα".

"Με τον καιρό κατάλαβα ότι είχα υποτιμήσει τους ανθρώπους. Σε πείσμα της τυποποίησης που ήταν αποτέλεσμα του στρατού και του κοινού κινδύνου που αντιμετωπίζαμε, είδα πολλούς ζωντανούς και άλλους που πέθαιναν δίπλα μου, να δέχωνται με υπέροχο τρόπο τη θέληση της μοίρας".

"Με πίεζε η ανάγκη να συλλογισθώ την αναπάντεχη δυστυχία που με είχε βρει και να μπορέσω να βρω μια λύση, όμως μου ήταν αδύνατο να σκεφθώ. Όλη τη βραδιά χρειάστηκε να προσαρμοσθώ στην καινούρια ατμόσφαιρα του σαλονιού.... Με την καρδιά παγωμένη χρειάσθηκε ν' αντικρύσω την μέχρι σήμερα αθώα κι ευτυχισμένη ζωή μου να ελευθερώνεται, να πετά και να γίνεται παρελθόν. Ένοιωθα την άλλη ζωή να απλώνη βιαστικά άπληστες ρίζες μέσα μου και να με δένη με τον σκοτεινό κόσμο. Για πρώτη φορά γευόμουν το θάνατο. Κι ο θάνατος ήταν κάτι πικρό".

"Τότε όλοι οι άνθρωποι έγιναν αδέλφια. Μιλούσαν για πατρίδα και τιμή. Μόνο που δεν ήταν αυτό στο βάθος που τους πλησίαζε, αλλά το γεγονός πως για λίγο είχαν δει τα χαρακτηριστικά της μοίρας, χωρίς τον πέπλο που τα έκρυβε".

Κ.Μ

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Έπειτα από το εκρηκτικό ντεπούτο του ως επαγγελματία  συγγραφέα το 1919, ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ παγιωνόταν ολολένα και περισσότερο στο στερεότυπο του συγγραφέα της περιόδου που ο ίδιος είχε επονομάσει "Εποχή της Τζαζ". 

"...δεν το βρίσκω πολύ πιθανό να συνεχίσω να γράφω με τον ίδιο ρυθμό για τον νεανικό έρωτα. Η ετικέτα μού κόλλησε  από τα πρώτα μου γραπτά και έως το 1925".

"Άρχισα να κάνω εκπτώσεις στο γράψιμο μου για να μπορέσω να γράψω το “Γκάτσμπυ”. Αν ήταν επικερδές, θα τις είχα αρχίσει από πολύ καιρό πριν! Το δοκίμασα ανεπιτυχώς για τον κινηματογράφο. Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει ότι για έναν έξυπνο άνθρωπο το να γράφει εμπορικά είναι ίσως το δυσκολότερο πράγμα στο κόσμο".
Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ αποτελεί έναν από τους κύριους εκπροσώπους της αποκαλούμενης "Χαμένης γενιάς" των Αμερικανών λογοτεχνών και αν δεν πέθαινε μόλις στα 44 του χρόνια, σίγουρα θα είχαμε πολλά ακόμα μεγαλειώδη έργα του. 

Από τις εκδόσεις ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ αυτά τα τελευταία αδημοσίευτα διηγήματα του Φιτζέραλντ, σε μετάφραση της Έφης Τσιρώνη, με τον τίτλο "Θα πέθαινα για σένα, και άλλα χαμένα διηγήματα", ένας θησαυρός που έμενε αδημοσίευτος επειδή ο συγγραφέας αρνιόταν να υποβληθούν τα διηγήματά του σε επιμέλεια.

Τότε που γράφονταν αυτά τα διηγήματα, ο συγγραφέας ζούσε κάτω από την φοβερή πίεση μεγάλων προβλημάτων, όπως η σχιζοφρένεια της γυναίκας του, ο εθισμός του στο αλκοόλ και η φυματίωση και όλα αυτά την εποχή της οικονομικής κρίσης της Αμερικής με το Κραχ του 1929.
Υπάρχει πάντα αυτό το ενδιαφέρον για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχαν γραφτεί αυτά τα διηγήματα, η αμερικάνικη κουλτούρα της εποχής, η αγωνία του συγγραφέα για θετική απάντηση από τους εκδότες και η απογοήτευση μετά  την άρνηση για έκδοση των βιβλίων του. 

Πολλά διευκρινιστικά στοιχεία φανερώνει στην εισαγωγή του βιβλίου η Ανν Μάργκαρετ Ντάνιελ, η οποία και έκανε την κατατοπιστική επιμέλεια του "Θα πέθαινα για σένα, και άλλα χαμένα διηγήματα".     
  Υπάρχουν ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου αρκετές φωτογραφίες του συγγραφέα καθώς και χειρόγραφά του, κάτι που καθιστά την έκδοση άκρως ενδιαφέρουσα.

"Έπρεπε επιτέλους να κάνει τις λέξεις αληθινές, να κάνει πράξη όλα όσα είχε σκεφτεί, ονειρευτεί, προσποιηθεί, διαταχθεί ή μπει στον πειρασμό να κάνει ποτέ της, να απαλλαγεί απ' οτιδήποτε επιδερμικό ή ασήμαντο στη ζωή της, να βρει επιτέλους τον δρόμο για την απόλυτη καθαγίαση, τον δρόμο για την απόλυτη ολοκλήρωση. Πιο ξεκάθαρο δεν γινόταν να είναι".

"Μπορείς να φανταστείς κάποιον που είχε τις καλύτερες εμπειρίες του κόσμου να μη θέλει άλλες - να μη θέλει τον έρωτα να είναι αληθινός; Μπορείς να το φανταστείς αυτό; Μέχρι και την ομορφιά σου φθονώ, επειδή τώρα είμαι μεγάλος - κάποτε όμως είχα όλα τα προσόντα για ν' αγαπήσω ένα κορίτσι σαν εσένα..."

"Όλη την ημέρα, όσο δούλευε, η Ατλάντα κατέστρωνε το ένα σχέδιο μετά το άλλο. Ήταν όμως σαν τον κατάδικο που σχεδιάζει να αποδράσει και πάντα αποσυντονίζεται από τον ήχο των κλειδιών στις κλειδαριές ολόγυρά του - ή από την ελπίδα ότι η λύτρωση θα ερχόταν έξωθεν, χωρίς προσπάθεια από μέρους του". (Αποσπάσματα από το διήγημα: Θα πέθαινα για σένα).

Κ.Μ


Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020


Αποσπάσματα από τις σημειώσεις της συγγραφέως σχετικά με τα πραγματικά γεγονότα από τα οποία εμπνεύστηκε το ιστορικό μυθιστόρημά της Η ΚΥΝΗΓΟΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ:

         "Τι ωθούσε αυτές τις γυναίκες σε τέτοιες φρικτές πράξεις; Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο".

            "Οι γείτονές της έμειναν εμβρόντητοι όταν το 1964 εντοπίστηκε και κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου, ενώ ο σύζυγός της δήλωνε κατάπληκτος: "Η γυναίκα μου δεν θα μπορούσε να πειράξει ούτε μύγα".

          "Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ενώ κόπαζε ο Ψυχρός Πόλεμος και οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν ότι τελείωνε ο χρόνος καθώς οι βετεράνοι και οι μάρτυρες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου γερνούσαν, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον να παραπεμφούν οι Ναζί στη δικαιοσύνη".

        Είναι άραγε πάντα η τιμωρία ανάλογη του παραπτώματος; Αρκετοί εγκληματίες πολέμου δεν συνέχισαν τη ζωή τους αφού είχαν καταφύγει στο εξωτερικό αλλάζοντας ταυτότητα; Κι αν η δικαιοσύνη δεν καταφέρει να τους εντοπίσει και να αποδώσει ευθύνες, να καταδικάσει, τότε ποιος άλλος θα το κάνει αυτό; Μια κυνηγός ναζί, μπορεί να πετύχει έναν τέτοιο στόχο; Πόσο θαρραλέα θα πρέπει να είναι μια γυναίκα για να τολμήσει να τα βάλει με τους ναζί μετά τη λήξη του πολέμου;

      Ιστορικό μυθιστόρημα για τα αβάσταχτα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.  Συγκλονιστική η γραφή της Κέιτ Κουίν που μας παρασύρει μαζί με την ηρωίδα της στο κυνήγι εγκληματιών πολέμου και μας καθηλώνει με την αποφασιστικότητα των γυναικών πιλότων μαχητικών και βομβαρδιστικών αεροπλάνων, με το σθένος και τις αντοχές τους, καθώς και με τις ανθρώπινες ιστορίες τους. "Οι Μάγισσες της Νύχτας" εκτελούσαν πολλές βομβαρδιστικές αποστολές κάθε νύχτα, με κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους.

             "Η ΚΥΝΗΓΟΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ" στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ, είναι από τα βιβλία που έχουν να σε μάθουν πολλά πράγματα για άγνωστες πτυχές του πολέμου και των συνεπειών του. Παρά το μεγάλο μέγεθός του, (κοντά 800 σελίδες), καθόλου δεν το βαριέσαι, ούτε θες να το αφήσεις αν δεν φτάσεις ως την τελευταία του λέξη. Οι εικόνες ζωντανές μπροστά σου σαν να βλέπεις ταινία και τα συναισθήματα ξεπηδούν άπειρα. Ίσως κάπου να γίνεται λίγο κουραστικό, αλλά το αίσθημα που σου αφήνει στο τέλος είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο καθηλωτικό. Σε μπάζει στην ενδελεχή, αγωνιώδη και περίπλοκη έρευνα που ξεκίνησε για την ανακάλυψη και παραπομπή σε δίκη των εγκληματιών πολέμου, που δεν ήταν καθόλου εύκολη, αλλά τα μεγάλα και επικίνδυνα μυστικά δεν θα ήταν δίκαιο να έμεναν θαμμένα για πάντα. Η ιστορία ενός πολέμου δεν τελειώνει με τη λήξη των εχθροπραξιών, είναι για πολλά χρόνια μετά που κρατάει η συνέπειά του και για πολλούς ανθρώπους τίποτε πια δεν είναι το ίδιο στη ζωή τους. 

Κ.Μ

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Η τριλογία της Ρέιτσελ Κασκ με αυτοβιογραφικές λογοτεχνικές διαστάσεις στηρίζεται πάνω σε μια βασική αλήθεια, την αλήθεια της πραγματικής ζωής μέσα από την καθημερινότητα μιας σημερινής γυναίκας, μιας χωρισμένης μητέρας που ξαναπαντρεύεται και θέλει να ασχοληθεί με το γράψιμο.

KΥΔΟΣ

Αυτή η παράξενη λέξη που φέρει ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου της τριλογίας, κάνει αρκετούς αναγνώστες να αναρωτηθούν από πού την ξέρουν και τι ακριβώς σημαίνει. Κύδος είναι η δόξα και το κυδαίνω θα πει δοξάζω, τιμώ.  ( η οδός Κυδαθηναίων είναι σε όλους μας γνωστή, αλλά όχι και ετυμολογικά μάλλον).

Στο τρίτο αυτό βιβλίο, οι εξομολογήσεις και οι μονόλογοι συνεχίζονται όπως και στα δυο προηγούμενα, στο Περίγραμμα και στη Μετάβαση, και η συγγραφέας αφήνεται σχεδόν παθητικά και αμήχανα να αποκαλυφθεί στον αναγνώστη σαν μια απλή θεάτρια της ζωής.

Γράφοντας το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, όπως είπε η ίδια η συγγραφέας, δεν πίστευε πως θα μπορούσε κανείς να το διαβάσει.

Αποσπάσματα:

"Κατά τη γνώμη του, μου είπε, είναι έλλειψη σθένους να αντιμετωπίζουμε τη λογοτεχνία σαν κάτι εύθραστο που χρειάζεται να το υπερασπίζεσαι, όπως έκαναν πολλοί συνάδελφοί του και σύγχρονοι αναγνώστες".

"Είναι εντελώς ντεμοντέ πια ο Έσσε", είπε ο εκδότης μου με μια απορριπτική κίνηση του χεριού. "Έρχεσαι  σχεδόν σε δύσκολη θέση αν σε δουν να τον διαβάζεις".

"Είχε πει μια φορά ότι ο ψυχρός κι εγωιστικός χαρακτήρας του πρώην συζύγου της, τον οποίον κανένας μας δεν είχε αντιληφθεί - κι εκείνη λιγότερο απ' όλους -  ήταν σαν τον καρκίνο: αόρατος, είχε θρονιαστεί στη ζωή της χρόνια ολόκληρα, κάνοντάς την να νιώθει ολοένα και μεγαλύτερη δυσφορία, χωρίς να ξέρει τι της έφταιγε, ώσπου ο πόνος την είχε αναγκάσει να τ' ανοίξει όλα μια και καλή και να τα πετάξει από μέσα της".

"Ένα κομμάτι του εαυτού μου είχε την πεποίθηση ότι αυτή η αμοιβή μού οφειλόταν για όλα εκείνα τα χρόνια του αυτοέλεγχου και της αυτοθυσίας, ένα άλλο όμως απλώς ήθελε να κερδηθεί το παιγνίδι μια κι έξω. Να δείξω σε μια γυναίκα σαν την αδερφή μου πως είναι εφικτό να κερδίσεις την ελευθερία  και την αυτογνωσία χωρίς να σμπαραλιάσεις τον κόσμο ολόκληρο ώσπου να το πετύχεις".

"Μια μικρή προσαρμογή στα γούστα του κοινού, είπε,  μια επιπόλαιη απόφαση να ρίξεις τα χρήματά σου σε κάτι άλλο, και το όλο πράγμα - το παγκόσμιο οικοδόμημα της εκδοτικής παραγωγής, ειδικά λογοτεχνίας, και οι θυγατρικές βοιμηχανίες - θα κατέρρεε από τη μια στιγμή στην άλλη αφήνοντας στη θέση που κατείχε πάντα μόνο τον μικρό βράχο της αυθεντικής λογοτεχνίας".

Η μετάφραση είναι και πάλι από την Αθηνά Δημητριάδου. Εκδόσεις Guterberg.

K.M


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020


Καλογραμμένο ιστορικό μυθιστόρημα από τον Άρη Σφακιανάκη, ο οποίος ναι μεν γράφει εξαιρετικά, αλλά αυτή τη φορά έκανε ένα τεράστιο άλμα κατακτώντας την κορυφή της τέχνης του λόγου. Το συγκεκριμένο βιβλίο με έχει ενθουσιάσει και είναι από τα καλύτερα που διάβασα μέσα στο 2019. 

"Η σκιά του Κυβερνήτη" είναι από τα λίγα βιβλία όπου δεν μπορώ να αναφέρω αποσπάσματα, καθώς αν επιχειρούσα να διαλέξω κάποιες φράσεις θα δυσκολευόμουν να μην γράψω κάτι από καθεμιά σελίδα, τι επιλογές να έκανα όταν όλο το κείμενο αποτελείται από αλήθειες και σοφίες; Αλήθειες που καίνε ακόμα και σήμερα, και που εκπλήσσουν τον αναγνώστη καθώς και στις μέρες μας τα ίδια ισχύουν δυστυχώς. 

Δυο κουβέντες βαρύγδουπες και ηχηρές δίνει ο συγγραφέας που περικλείουν όλο το νόημα της ιστορίας του Κυβερνήτη ως τη δολοφονία του: "Ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ένα όραμα για την Ελλάδα. Θα μείνει στην Ιστορία σαν μια ευκαιρία που χάθηκε".

Ο Πέτρος Σκοτεινός φωτίζει άπλετα την καθημερινότητα του Ιωάννη Καποδίστρια από την ώρα που είχε φτάσει στην Ελλάδα για να κυβερνήσει.  Ο σωματοφύλακας του Κυβερνήτη είναι ο αφηγητής που καταγράφει την μυθιστορηματική βιογραφία του Καποδίστρια με τρόπο που συγκινεί και καθηλώνει.

Το βιβλίο του Σφακιανάκη, από τον Κέδρο, είναι ένα κομμάτι από την Ιστορία της χώρας, ένα κομμάτι με πολλές σκιές ανάμεσα στα σκοτάδια της εποχής. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όλους τους Έλληνες. 

Κ.Μ

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

    Ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας,  αλλά αποτυχημένος πατέρας, το νέο δημιούργημα στη θαυμάσια και πάλι αφήγηση του Ισίδωρου Ζουργού, καθώς επινοεί ήρωες και αντιήρωες στο παράξενο βιβλίο του "Οι ρετσίνες του βασιλιά".


Μια εξαιρετική αφήγηση με στοιχεία από τον Σαίξπηρ και τον βασιλιά Ληρ να εισχωρούν μέσα στην Ελληνική πραγματικότητα συγκεκριμένων εποχών όπου οι αλλαγές γίνονται με τρόπο ραγδαίο και οι άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι να τις ακολουθήσουν.

Τα γηρατειά και το επικείμενο τέλος της ζωής του ανθρώπου φέρνουν στη σκέψη εικόνες από το παρελθόν άλλοτε νοσταλγικές και άλλοτε ενοχικές, εικόνες από το πατρικό, από το χωριό, από την επαρχία όπου πρωταγωνιστεί η ρετσίνα που κάνει κουμάντο στις αποκαλύψεις μυστικών θαμμένων καλά. Η μελαγχολία και η θλίψη, η μοναξιά και η πικρία δημιουργούν αισθήματα συγκίνησης που κάνουν τον αναγνώστη να νιώθει βαθιά την επιρροή των έντονων εικόνων τις οποίες ο συγγραφέας φτιάχνει τόσο έντεχνα και μαεστρικά.

Αποσπάσματα:

"Καθώς χάζευε τον χριστουγεννιάτικο στολισμό, θυμήθηκε ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Κίνα πριν από δέκα χρόνια. Είχε δει ένα σωρό  επιχειρήσεις σε κεινη τη χώρα και ήταν πια βέβαιος  πως οι εργάτες που δούλευαν στα αχανή εργοστάσια, όταν άκουγαν τη λέξη Χριστός είχαν στο νου τους τον πιο γενναιόδωρο εργοδότη. Η γέννησή του κάθε χρόνο τούς εξασφάλιζε εκατομμύρια θέσεις εργασίας, όπως και η έλευση εκείνου του χοντρού γέρου με τα κόκκινα ρούχα και τα ελάφια".

"Ο παπα-Τάνκερ στεκόταν στην άκρη του λάκκου και είχε πιάσει το μπουκάλι με το κρασί στο χέρι έτοιμος να το αδειάσει στο φέρετρο, που είχε ακόμα το καπάκι ανοιχτό. Τότε έγινε μεγάλος σαματάς.  Ακούστηκε ένα τραγούδι ιδιαιτέρως ξέφρενο. Οι λίγοι συγγενείς της γριάς και κάποιες γειτόνισσες άρχισαν να κοιτάζονται έκπληκτοι. 'Ηταν γιατί κάποιο κινητό παιάνιζε ανενόχλητο ό,τι πιο ξεσηκωτικό για χορό  μπορείς να φανταστείς:
Με ζαλίζει η ομορφιά σου
Το καυτό το φόρεμά σου..."

"Σου έλεγα, λοιπόν, πως από το '80 και μετά αρχίσαμε να κάνουμε παρέα με πλούσιους. Άλλες συνήθειες αυτοί, άλλος κόσμος. Λεφτά βγάλαμε, αλλά πλούσιοι κανονικοί δεν καταφέραμε να γίνουμε. Πήραμε κάποιους απ' τους τρόπους τους - ιδιωτικά σχολεία, γαλλικά κρασιά, σκι στα βουνά, αν με καταλαβαίνεις..."

"Θυμάσαι τα βράδια της πόλης με τα φώτα, τις ορχήστρες, τις μπουάτ παλαιότερα, κατόπιν τα πιάνο-ρέστοραν όταν ήρθαν στη μόδα; Ήταν όλα τόσο αυτονόητα αθώα, κι εγώ νόμιζα πως θα κρατούσαν για πάντα".

"Το πουκάμισό μου ήταν λεκιασμένο απ' τη ρετσίνα, αξύριστος, τα παπούτσια μου γεμάτα λάσπες. Θεέ μου καλύτερα που έχεις πεθάνει και δε με είδες". 

"Ο ίδιος αναρωτιόταν τι δουλειά είχε εκεί. Αυτοί ήταν γέροι και απλοϊκός λαός, τι θα μπορούσε να πει μαζί τους; Ήταν πολύ κανονικοί και δεν είχε γούστο να είσαι μαζί τους, όπως με τους λεκέδες του Φώτη. Ετούτοι εδώ δεν έπιναν, και μόλις τέλειωναν τα απογευματινά τηλεπαιγνίδια, έπεφταν για ύπνο. Ήταν γέροι αυτοί. Αν ζούσαν στην πόλη, κάθε 1η του μήνα θα περίμεναν έξω απ΄την τράπεζα απ΄τα ξημερώματα για να πάρουν τη σύνταξη".

Αν και το τέλος του βιβλίου δεν με άφησε έκπληκτη ευχάριστα, αυτό το μυθιστόρημα, όπως και όλα τα προηγούμενα του συγγραφέα, είναι απολαυστικό και διαβάζεται με ενδιαφέρον. Σίγουρο αυτό.

Κ.Μ