Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

    Ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας,  αλλά αποτυχημένος πατέρας, το νέο δημιούργημα στη θαυμάσια και πάλι αφήγηση του Ισίδωρου Ζουργού, καθώς επινοεί ήρωες και αντιήρωες στο παράξενο βιβλίο του "Οι ρετσίνες του βασιλιά".


Μια εξαιρετική αφήγηση με στοιχεία από τον Σαίξπηρ και τον βασιλιά Ληρ να εισχωρούν μέσα στην Ελληνική πραγματικότητα συγκεκριμένων εποχών όπου οι αλλαγές γίνονται με τρόπο ραγδαίο και οι άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι να τις ακολουθήσουν.

Τα γηρατειά και το επικείμενο τέλος της ζωής του ανθρώπου φέρνουν στη σκέψη εικόνες από το παρελθόν άλλοτε νοσταλγικές και άλλοτε ενοχικές, εικόνες από το πατρικό, από το χωριό, από την επαρχία όπου πρωταγωνιστεί η ρετσίνα που κάνει κουμάντο στις αποκαλύψεις μυστικών θαμμένων καλά. Η μελαγχολία και η θλίψη, η μοναξιά και η πικρία δημιουργούν αισθήματα συγκίνησης που κάνουν τον αναγνώστη να νιώθει βαθιά την επιρροή των έντονων εικόνων τις οποίες ο συγγραφέας φτιάχνει τόσο έντεχνα και μαεστρικά.

Αποσπάσματα:

"Καθώς χάζευε τον χριστουγεννιάτικο στολισμό, θυμήθηκε ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Κίνα πριν από δέκα χρόνια. Είχε δει ένα σωρό  επιχειρήσεις σε κεινη τη χώρα και ήταν πια βέβαιος  πως οι εργάτες που δούλευαν στα αχανή εργοστάσια, όταν άκουγαν τη λέξη Χριστός είχαν στο νου τους τον πιο γενναιόδωρο εργοδότη. Η γέννησή του κάθε χρόνο τούς εξασφάλιζε εκατομμύρια θέσεις εργασίας, όπως και η έλευση εκείνου του χοντρού γέρου με τα κόκκινα ρούχα και τα ελάφια".

"Ο παπα-Τάνκερ στεκόταν στην άκρη του λάκκου και είχε πιάσει το μπουκάλι με το κρασί στο χέρι έτοιμος να το αδειάσει στο φέρετρο, που είχε ακόμα το καπάκι ανοιχτό. Τότε έγινε μεγάλος σαματάς.  Ακούστηκε ένα τραγούδι ιδιαιτέρως ξέφρενο. Οι λίγοι συγγενείς της γριάς και κάποιες γειτόνισσες άρχισαν να κοιτάζονται έκπληκτοι. 'Ηταν γιατί κάποιο κινητό παιάνιζε ανενόχλητο ό,τι πιο ξεσηκωτικό για χορό  μπορείς να φανταστείς:
Με ζαλίζει η ομορφιά σου
Το καυτό το φόρεμά σου..."

"Σου έλεγα, λοιπόν, πως από το '80 και μετά αρχίσαμε να κάνουμε παρέα με πλούσιους. Άλλες συνήθειες αυτοί, άλλος κόσμος. Λεφτά βγάλαμε, αλλά πλούσιοι κανονικοί δεν καταφέραμε να γίνουμε. Πήραμε κάποιους απ' τους τρόπους τους - ιδιωτικά σχολεία, γαλλικά κρασιά, σκι στα βουνά, αν με καταλαβαίνεις..."

"Θυμάσαι τα βράδια της πόλης με τα φώτα, τις ορχήστρες, τις μπουάτ παλαιότερα, κατόπιν τα πιάνο-ρέστοραν όταν ήρθαν στη μόδα; Ήταν όλα τόσο αυτονόητα αθώα, κι εγώ νόμιζα πως θα κρατούσαν για πάντα".

"Το πουκάμισό μου ήταν λεκιασμένο απ' τη ρετσίνα, αξύριστος, τα παπούτσια μου γεμάτα λάσπες. Θεέ μου καλύτερα που έχεις πεθάνει και δε με είδες". 

"Ο ίδιος αναρωτιόταν τι δουλειά είχε εκεί. Αυτοί ήταν γέροι και απλοϊκός λαός, τι θα μπορούσε να πει μαζί τους; Ήταν πολύ κανονικοί και δεν είχε γούστο να είσαι μαζί τους, όπως με τους λεκέδες του Φώτη. Ετούτοι εδώ δεν έπιναν, και μόλις τέλειωναν τα απογευματινά τηλεπαιγνίδια, έπεφταν για ύπνο. Ήταν γέροι αυτοί. Αν ζούσαν στην πόλη, κάθε 1η του μήνα θα περίμεναν έξω απ΄την τράπεζα απ΄τα ξημερώματα για να πάρουν τη σύνταξη".

Αν και το τέλος του βιβλίου δεν με άφησε έκπληκτη ευχάριστα, αυτό το μυθιστόρημα, όπως και όλα τα προηγούμενα του συγγραφέα, είναι απολαυστικό και διαβάζεται με ενδιαφέρον. Σίγουρο αυτό.

Κ.Μ