Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Όσοι από εμάς έχουμε γεννηθεί και μεγαλώσει σε πόλη, η ανάμνηση, η κύρια ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων, δεν έχει χρώμα από χωράφια, αλώνια, περιβόλια, αμπέλια. Αν οι άνθρωποι καλούνταν να πουν με μια μόνο λέξη αυτό που θα χαρακτήριζε ιδιαίτερα τις παιδικές τους αναμνήσεις, άλλοι θα έβρισκαν μια συγκεκριμένη λέξη που έχει να κάνει ίσως με κάποια καλλιέργεια της οικογένειάς τους, όπως βαμβάκια, καπνά, αμπέλια, και άλλοι πάλι, ( κι εγώ ανάμεσά τους) θα σταματούσαν σε λέξεις όπως σινεμά, καφετέρια, πάρκο.

Θα έλεγα όμως ότι σε όλους μας υπάρχει μέσα στις αναμνήσεις και στα βιώματά μας, μέσα στις σκέψεις και στις αναπολήσεις μας ένα είδος εγωπάθειας και ναρκισσισμού, αφού ο καθένας συνηθίζει να παινεύει τον τόπο και τον τρόπο που μεγάλωσε.  Το παρελθόν συχνά μυθοποιείται, μεταμορφώνεται ή ακόμα ακόμα, σε μερικές περιπτώσεις, δημιουργείται. 

Στο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη " Στ' αμπέλια",  ατόφιο αυτοβιογραφικό, ξαναθυμόμαστε ή ανακαλύπτουμε τον κόσμο της υπαίθρου, κοινό σε πολλά μέρη,  με ίδιες τακτικές επιβίωσης, με παρόμοια έθιμα και παραδόσεις, με φόντο πάντα τον αγώνα, βασανιστικό συχνά, για την ροή της καθημερινότητας.

Όσοι δεν ζήσαμε αυτή τη ζωή που περιγράφει εδώ ο συγγραφέας, έχουμε αρκετά να πάρουμε, συναισθήματα και γνώσεις από πρώτο χέρι, και όσοι τα έζησαν έχουν να θυμηθούν πάρα πολλές λεπτομέρειες σε πρακτικά αλλά και θέματα λαϊκής αντίληψης. Θεωρώ ότι για όλους, η ανάγνωση κυλά πολύ ευχάριστα και εν μέρει με εκπλήξεις. 

Η αίσθηση που μου άφησε αυτό το μικρό βιβλίο παιδικών διακοπών άλλης εποχής, ένα βιβλίο γενναιόδωρο σε αφήγηση, με το καλαίσθητο εξώφυλλο των εκδόσεων ΠΟΛΙΣ, είναι ότι ο συγγραφέας δεν τείνει να νοσταλγεί οπωσδήποτε εκείνον τον χαμένο κόσμο, (άλλωστε το ομολογεί και ο ίδιος), αλλά μόνο θέλει να τον περιγράψει ως ένα παρελθόν σκληρό, μα ίσως απαραίτητο για να φτάσουμε σ' ένα μέλλον πιο στρωτό και πιο ευκολοδιάβατο, αν και η αδικία θα καταφέρνει να δίνει το παρών της σε κάθε εποχή ως φαίνεται. 

Αυθόρμητο αν και στοχαστικό, περικλείει την τρυφεράδα και την σκληρότητα με τέχνη λόγου, αγγίζει τη θρησκευτικότητα και τη δεισιδαιμονία με σοφία. Το στοιχείο του εξωραϊσμού συνυπάρχει μέσα στο πέπλο της χαμένης νοσταλγίας, μιας νοσταλγίας που έσβησε από το κύμα της συγκίνησης. Το βιβλίο ( Αμπέλια είναι το όνομα του χωριού όπου ο συγγραφέας περνούσε τρεις μήνες,  όταν έφευγε από την Αθήνα για τις διακοπές του καλοκαιριού, με κύριο μέλημα την αύξηση του βάρους του), μας οδηγεί σ' έναν κόσμο της αγροτικής Ελλάδας, όπου ανάμεσα σ' όλα τ' άλλα που συνέβαιναν στις δεκαετίες του 50 και του 60, δεν θα μπορούσε να λείπει το καυτό θέμα της μετανάστευσης, τότε που μετανάστευση σήμαινε χωρισμός κατά πάσα πιθανότητα δια παντός από γονείς και από τα γνώριμα κι αγαπημένα, αλλά φτωχικά κι ανεπαρκή λημέρια.


Τα βιβλία είναι μια έξοχη αφορμή κι  ένας πολύ όμορφος λόγος για να διασωθούν μέρη, χωριά, ονόματα, έθιμα ενός κόσμου "χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου". Ενός κόσμου για τον οποίο ο αφηγητής παραδέχεται με έμφαση ότι τον σκέφτεται πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγεί. Και εδώ είναι που βρίσκεται η ουσία, ο πυρήνας, η αλήθεια, το σημάδι που βάζει ο συγγραφέας και το πετυχαίνει διάνα. Γιατί τι άλλο από μια άδολη καλοπροαίρεση αποτελεί η θέληση να λες και ν' ακούς ιστορίες από τα παλιά κι ας τις βρίσκεις ανυπόφορα δεισιδαιμονικές;

 "Τι παρακμή να μην βλέπουν πια οι άνθρωποι στοιχειά, και τι ακόμη μεγαλύτερη παρακμή να υπάρχουν και άλλοι που δεν πιστεύουν στα στοιχειά!"

Κ.Μ