Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

'Οσο πιο σκουριασμένος είναι ο "τενεκές" σου,
τόσο πιο όμορφα λουλούδια ανθίζουν από κει μέσα.

Φέρνω στα γόνατά μου τη μοναξιά
και την καλοπιάνω τόσο
νανουρίζοντάς την γλυκά πολύ
με κάτασπρους ήχους σιωπής
μαλακά φερσίματα άυλα
Χάδια της πλάνης αγαπησιάρικα,
μαγικούς κυματισμούς ονειρεμένους
από γαλανούς ήλιους καλοκαιριού
και στίχους που λικνίζονται την αυγή
Την παραμυθιάζω εσκεμμένα
Μήπως και αποκοιμηθεί στην ομίχλη
και μ' αφήσει να τακτοποιήσω
της ψυχής μου την ανακατοσούρα


Θα 'θελα να μ' είχες σημαδέψει,
σαν ακτή νησιού.
Να γλιστρήσεις πάνω μου,
ένα πρωινό του ήλιου.
Το πρώτο σου βήμα ως ναυαγός,
στην ψυχή μου να το κάνεις.
Να ατενίζεις πέρα το μπλε,
με ανακούφιση άφατη,
που κατάφερες να βρεις
τον κόσμο μου, ένα ξημέρωμα,
ξεχνώντας τη θολή σκοτούρα
του πιθανού πνιγμού σου.
Θα 'θελα να με συναντήσεις,
κατακλυσμένη στο φως,
σαν αρχή μαγικού Ιούλη!



'Εκατσε πολλή σκόνη πάνω στο "σ 'αγαπώ" σου.
Κι αν την τινάξεις, θα μου θολώσει την ψυχή.



Αν ήταν σε τούτο τον έρημο
σαν βοσκοτόπι δρόμο σου,
να με κρύψεις ανόσια,
δε θα ' μουν μήτε ήλιος μήτε αστέρι.
Θα ήμουνα ουρανός που δεν έχει

καλοκαίρια να ρίξει στη γη....




Γαλάζια βάρκα ξημερώνεται
στα ήσυχα πλατιά νερά...
Κάτω από το παραθύρι του γιαλού
στη ρηχή ακύμαντη θάλασσα,
ατενίζοντας το μαρμάρινο λόφο,
άσπρα σπίτια, μπλε εκκλησιές,
οροφογραφίες ασορτί με το άλλοτε,
Στους δρόμους κυλά ένας μύθος
που φύτρωσε την εποχή της αρχοντιάς,
όταν καράβια σαλπάρουν για Αμερική
και το εμπόριο φορτσάρει τις φάπρικες.
Κι ύστερα κάποιος Μάρκος ρωτά με φλόγα:
- Ποια είναι αυτή η όμορφη γαλανομάτα;
Από πάνω είναι, του λένε, Φραγκοσυριανή.
Γράφει το άσμα σε πέντε λεπτά μονάχα.
Για τη φούντωσή του, για τα μάγια της.
Γαλλησάς, Φοίνικας, Παρακοπή,
Αληθινή και Ντέλα Γκράτσια.
Πεύκο, Αιγαίο και πύργοι ονειρικοί.
Ποιός έφτιαξε μοναδικά τη Σύρο;...


Πήγα και πάλι.
Σήμερα ξανά.
Στη θάλασσά μας!
Εκεί όπου μ' είχες μάθει
ποιος ο ήχος του νερού,

εκεί όπου μου 'χες δείξει
πώς σβήνει το κύμα.
Πότε η αγάπη αναδύεται,
πού η ζωή ανάβει!
Εκεί που μου 'χες βάλει
ένα κοχύλι στ' αυτί,
για να μου πει μαγικά
το δικό σου "σ' αγαπώ!.."


Το ρούφηξε η άμμος πια,
το κοχύλι σου το πλανερό.
Μαζί και την αλήθεια του!


Κοίτα πώς δειλιάζεις!..
Του έρωτα δεν του πάει
φόβος μήτε δισταγμός.
Δεν το 'μαθες ακόμα
πως οδεύει κανείς

κατευθείαν στην καρδιά του;
Όταν είναι για αγάπη,
όλα αφήνονται στην αποσύνθεσή τους,
πλην της πρεμούρας να σε τραβά
να χωθείς μέσα στο ρίσκο.
Η φύση εξευγενίζει τα τετριμμένα.
Φοβάται μωρέ ο ήλιος μη πνιγεί,
την ώρα που βουτά και πάει
στα πιο μεγάλα βάθη του κόσμου;

Κάποτε!… Σαν μούδιασμα στο μετά. Το κάποτε στέκει εσαεί, επιλέγοντας την αυτοαποδοχή του.  Μπορεί να μας κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα, ή να μας παραγκωνίζει άστοχα.  Να μας στεγνώνει την ψυχή ή να στάζει δροσίζοντας, ψιχάλες από έναν αλλοτινό παράδεισο. Σαν ταξιδιάρης μας κουβαλά ο άλλος μας εαυτός!

Τι κοντράτο κι αυτό με τη ζωή,
που το 'κανες τόσο απερίσκεπτα.
Να εκλιπαρείς για μια άκρως συγκλονιστική
συνέχιση της ύπαρξής σου και να πρεσάρεσαι
επιζητώντας ένα εντελώς ευπρεπές τέλος.


Οι κεχριμπαρένιες ανταύγειες,
στου φωτός το αργό βύθισμα,
λαμπυρίζοντας στο αθρακί νερό,
που δανείζεται για λίγο τη λάμψη,
πριν όλα νυχτωθούν εντελώς ξανά.

Τα διαβρωμένα ξύλα του καραβιού,
αχνοφωτίζουν στο θαλασσοφάγωμα,
σαν κροταλίσματα υδάτινα αγροικώντάς τα,
καθώς αποχαιρετούν τις σκιές όλες,
στο αλώνι του λιμανιού σαν βραδιάζει.
Αυτή την ώρα στην ψυχή μου βαθιά,
αντανακλά ο πόθος ενός φευγιού.
Να βαστά ώσπου να λείψει η μέρα,
το δείλι ένα μόνο τρεμόσβημα πια,
γέρνοντας την καρδιά του ο ήλιος στο πέρα.
Τότε πιάνω να λύνω τον κόμπο μου
και να βγάζω από το μαντήλι της ζωής,
σαν φυλακτό, το μερίδιό μου σε χρυσό.
Παραδερμένο σκάφος τα όνειρά μου,
κι έρημη ακτή τα ταξίδια μου είναι.
Χρυσοκίτρινοι λίθοι οι σκέψεις μου,
καρδιόσχημα κάστρα οι νύχτες μου.
Η χαρά κατάκοπη από το σκαρφάλωμα
στην επικείμενη σιωπή των καταρτιών.