Το μωρό της Ρόζυ
Κάποιες ακρότητες θεωρούνται αρρωστημένες εξαιτίας της χρονικής στιγμής κατά την οποία προβαίνει κανείς σ’ αυτές, συνήθως μετά από τη διάψευση μιας υπέρμετρης επιθυμίας που επιφέρει τεράστια αναστάτωση. Για μερικές γυναίκες για παράδειγμα, η στέρηση της μητρότητας για οποιοδήποτε λόγο, μπορεί ν’ αποτελέσει μια ταπεινωτική εμπειρία, ανεξάρτητα από το περιβάλλον ή άλλους παράγοντες και να τις οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες συμπεριφορές, όταν πια θα έχουν υπερβεί το όριο για το ποθητό γεγονός. Σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, ακόμα και σε χώρες που ούτε θα το φανταζόμασταν, πάρα πολλές γυναίκες περιβάλλονται από ένα είδος ένδειας αν δεν τεκνοποιήσουν κι οδηγούνται στα πρόθυρα της αποποίησης του λογικού.
Η Ρόζυ, από το φανταχτερό Λας Βέγκας, ανέκαθεν ονειρευόταν να κάνει μια χαρούμενη οικογένεια. Είχε νωρίς διαμορφώσει την άποψη ότι στη ζωή βρεθήκαμε για ν’ αφήσουμε πίσω μας απογόνους. Της είχε γίνει σχεδόν εμμονή και μόνο αυτό ένιωθε ότι της χρωστούσε η ζωή. Ούτε σκαλιά της εκκλησίας, ούτε νυφικό. Εστιαζόταν μονάχα στα παιδιά. Πέντε ήθελε. Χωρίς αυτά θα είχε μια μονόχνωτη, μια άδεια διαβίωση. Κοιμόταν και ξυπνούσε προσκολλημένη στην πεποίθησή της για την ευδαιμονία που έρχεται από το γεγονός της μητρότητας. Μια ταμπελίτσα στο πέτο της μέρας της έγραφε: μάνα. Χρόνια ξενέρωτα όσα θα περίμενε ζώντας ανούσια ως τη στιγμή που θα έφερνε στον κόσμο το πρώτο της παιδί. Ολόκληρος ο κόσμος της θα γινόταν τότε ένας θόρυβος. Κλάματα, γέλια, γενέθλια, πρώτα βήματα, πρώτες λέξεις… Ν’ ανατέλλει και να δύει η ουσία της. Να μπει μέσα σ’ ένα κουκούλι όπου πολλές χρυσαλίδες θα μάθαιναν τα μυστικά της αγάπης προτού πετάξουν.
Η Ρόζυ δεν στεκόταν σε υπαρξιακά ερωτήματα, ούτε την ένοιαζαν οι μεγάλες καριέρες. Ο συμβολισμός της ευτυχίας αποτυπωνόταν σε μια φουσκωμένη κοιλιά απ’ όπου θα’ βγαιναν διαμάντια ξεχωριστά, τα δικά της παιδιά. Να ξεπεταχτούν κλωνιά απ’ τον κορμό της και ν’ ανθίσουν περιτυλίγοντας τη μοναξιά με ζωηρές αποχρώσεις. Αλλά φαίνεται ότι της έμελλε να μείνει πάντα ένας κορμός ξερός, που ουδέποτε θα φυλλοροούσε πάνω σε φρέσκα κλαδάκια.
Μετά το τραγικό συμβάν η Ρόζυ έμοιαζε κάτι ανάμεσα σε μόνιμα μεθυσμένο ή σε παρανοϊκό άτομο. Ένιωθε θύμα των ίδιων της των σκέψεων. Περνούσε σκαμπανεβάσματα στη διάθεσή της και μακρές περιόδους απομόνωσης. Άλλοτε δεν μπορούσε να υπομένει τη ζωή κι άλλοτε ερωτευόταν με πάθος κάποιον για να τον εγκαταλείψει σε λίγους μήνες, όταν πίεζε το παιγνίδι της σαρκικής επαφής. Εκεί έχανε τον κόσμο της. Γινόταν αλλοπρόσσαλη. Το θέμα του σεξ της έφερνε αναγούλα. Κάποιες φορές το δοκίμασε. Σχεδόν πέθανε. Δεν το άντεχε με τίποτα. Μέσα της ξεσπούσε μια επανάσταση.
Η Ρόζυ δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ούτε απέκτησε την οικογένεια που ονειρευόταν. Μόνο που ακόμα την ονειρεύεται. Τώρα πια που βιολογικά αδυνατεί να πιάσει παιδί. Όλα χάλασαν και γύρισαν προς το καταθλιπτικό της ζωής μέσα σε μια βραδιά. Εκείνη η βραδιά στριφογύριζε στο νου της και της βούλιαζε το φυσιολογικό. Την θόλωνε ο βουβός θυμός κι επέστρεφε εκεί που δεν ανεχόταν να σκεφτεί. Εκείνος ο τύπος που τη βίασε, δεν την κοψοχόλιασε μόνο. Της δημιούργησε τετελεσμένα. Της ξεκόλλησε το σώμα της, τ’ όνομά της, τις επιθυμίες της, την ψυχή της. Θηριωδία. Με το στιλέτο ακουμπισμένο στο λαιμό της δεν βρέθηκε τίποτε απολύτως ν’ ανακόψει τον βρωμισμένο αέρα που ξεφυσούσε στα μούτρα της ο φρενιασμένος όφις της Νεβάδα.
Στην ηλικία που και να το επιχειρούσε, πλέον δεν ήταν καθόλου πιθανό να συλλάβει παιδί, υιοθέτησε το πρώτο της σκυλί. Μετά ακολούθησαν τα επόμενα τέσσερα. Όλα θηλυκά. Το αρσενικό γένος μήτε ως ζώο δεν το ανεχόταν. Κάθε πρωί η παράξενη και λίγο αστεία βόλτα με τα λουριά στο χέρι της σαν καροτσέρης σε άμαξα με πέντε άλογα, έδινε μια μοναδική εικόνα στους δρόμους. Πασκίζοντας να τα κουμαντάρει να περπατούν στην άκρη και τα πέντε σαν ένα σώμα, μεταμορφωνόταν σε σωστή μαμά που της άξιζαν συγχαρητήρια. Ό,τι τους έλεγε, το καταλάβαιναν και υπάκουαν σαν αληθινά παιδάκια. Και μέσα της μουρμούριζε κάθε τόσο: “Ποιά η διαφορά τελικά; Κι αυτά πλάσματα είναι, ψυχούλες που χρειάζονται αγάπη για να είναι χαρούμενες. Κι εμένα μου περισσεύει πολλή αγάπη. Να την κάνω τι;”
Έβγαζε τη γλώσσα πίσω από την πλάτη της μητρότητας η Ρόζυ με τη φροντίδα των σκυλιών της. Τ’ αποκαλούσε “μωρά μου”, τους μίλαγε κανονικά, τα’ μαθε τρόπους, τους έδειχνε τρυφεράδα μπόλικη κι είχε κολλήσει πάνω τους, μανούλα σωστή. Στο υπνοδωμάτιο τα έβαζε να κοιμηθούν σε όμορφες κουβερτούλες, τ’ άφηνε στους καναπέδες να ξεκουράζονται, τα χάιδευε όχι για να ξεγελά την ερημιά της, μα για να δώσει αυθεντική στοργή μιας μανιακής μάνας που δεν της επιτρέπεται καμιά λιποταξία. Πιατάκια, φαγητό, μπάνιο, σαμπουάν, αξεσουάρ, φιογκάκια, παιγνίδια, δεν είχε κάτι στο pet shop που να μην τους το αγόραζε. Και αφιέρωνε πολύ χρόνο για να την καλή ανατροφή τους. Περίμενε, μην βιάζεσαι, κάθισε, πάρε αυτό, πες μου σ’ αγαπώ, έλα εδώ, πάμε έξω. Όλα τα καταλάβαιναν, τίποτε δεν έλειπε από την εκπαίδευση τους, τίποτε δεν έλειπε από την καθημερινότητά της.
Καθόλου περίπλοκη δεν είναι η ζωή τελικά. Αντί για παιδιά η Ρόζυ έχει μια άλλη οικογένεια. Κι αυτά παιδιά είναι. Λίγο διαφορετικά, αλλά με δυνατά συναισθήματα. Ίδια η φροντίδα, μεγάλη η αγάπη, τεράστια η ευτυχία.
Ώσπου όλα γλίστρησαν σαν νερό σε χαραμάδα που χάσκει στο τσιμέντο. Πια τίποτε δεν φαινότανε τόσο σημαντικό. Ένα άλλοθι βρέθηκε για να δείξει την ασημαντότητά τους.
Τυχαία έπεσε πάνω σ’ ένα βίντεο. Από κείνη τη στιγμή και για τριάντα συνεχόμενες ώρες δεν ξεκόλλησε από την οθόνη του κομπιούτερ της. Πήρε ένα πακέτο κορν φλέηκς και μια μπουκάλα χυμό και τα’ φερνε μηχανικά στο στόμα της, χωρίς να χάνει λεπτό από τις σκηνές που παρακολουθούσε ξετρελαμένη. Υπάρχει λοιπόν κάτι τέτοιο; Θα μπορούσε κι αυτή να το κάνει, όπως τόσες γυναίκες το’ χαν επιχειρήσει και στράφηκαν προς άλλα καντούνια της ζωής, βρίσκοντας αυτό που τους έλειπε;
Τα σκυλιά δυσανασχετούσαν, έξυναν την πόρτα με τα νύχια τους, για να την αναγκάσουν να τα βγάλει βόλτα, θορυβούσαν ακαθόριστα, γαύγιζαν νευρικά. Η Ρόζυ όμως ακινητοποιήθηκε στο ίντερνετ. Σαν να είχε βρεθεί μισοπέλαγα να πνίγεται και ξαφνικά ένα σωσίβιο της ρίχτηκε μπροστά της. Και γύρω της ακουγόταν το τραγούδι του ωκεανού τόσο εύθυμο σαν τις βουτιές μιας γοργόνας.
Πώς μπορεί να’ ναι λοιπόν η ζωή πέρα από τα γνωστά μας καλούπια; Τι άλλο υπάρχει που αγνοούσαμε ως τώρα; Να που η τύχη δίνει τη συγκατάθεσή της για να εμφανιστεί. Η Ρόζυ ένιωσε πολύ τυχερή επιτέλους.
Όλα τα βίντεο που παρακολούθησε, οι συνεντεύξεις, οι μαγικές στιγμές, αφορούσαν γυναίκες που πάσκισαν να γίνουν μανούλες και για κάποιο λόγο δεν τα’ χαν καταφέρει. Υπήρχαν και άλλες που είχαν χάσει το παιδί τους και από τότε δεν ξανάκαναν άλλο. Όλες οι ιστορίες διαφορετικές κι όλες ίδιες. Η αγκαλιά της μάνας μένοντας άδεια μα πάντα πρόθυμα ανοιχτή, γύρευε να γεμίσει πια. Με απίστευτη τρυφερότητα τις είδε να ενθουσιάζονται, να εκστασιάζονται και να γίνονται ξανά νέες, λες και τους γυρνούσαν πίσω τα δανεικά εκεί που νόμιζαν πως τα’ χαν χάσει.
Τα συναισθήματα ξεπήδησαν αμέσως σαν πήδακας που τέθηκε σε λειτουργία με το αυτόματο γύρισμα ενός διακόπτη. “Παιδί!.. Θα έχω ένα παιδί”, σκέφτηκε η Ρόζυ ενώ κοιτούσε τα αδηφάγα βλέμματα των σκυλιών της χαϊδεύοντας τις μουσούδες τους αγαπησιάρικα. “Σας λατρεύω βρε, αλλά ένα μωρό!...” Ανατρίχιασε καθώς φαντάστηκε τα χέρια της να κρατούν ένα βρέφος, να το περιποιούνται, να το ταΐζουν, να το αλλάζουν, να το κάνουν μπάνιο, να του χτενίζουν τα μαλλάκια. Και κυρίως να σέρνουν το καρότσι του στο πάρκο. Τι μεγάλο κενό που θα γέμιζε ευθύς!
Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Όλα της φάνηκαν σαν μετά από μια μπόρα. Μια πεταλούδα τριγύριζε τ’ ανθάκια του κήπου. Της ήρθε μια τρελή χαρά. Βούρκωσε. Θα μπορούσε λοιπόν να είχε ένα μωρό. Κατάδικό της! Να το επιδεικνύει παντού, ας την περνούσαν για γιαγιά του, δεν την πείραζε. Η αυθαιρεσία του κόσμου γίνεται αδιάφορη όταν πλημμυρίζει η καρδιά από δυνατό πόθο για κάτι. Το μόνο που άξιζε στη ζωή της ήταν αυτή η στιγμή. Θ’ αγκάλιαζε ένα μωράκι τρυφερό, ροδαλό, τα μαγουλάκια του, τα μαλλάκια του… Τι ανείπωτη σύνδεση που θα γινόταν αμέσως ανάμεσά τους! Σαν κάτι μυστικό δούλευε τόσα χρόνια υπέρ της, τώρα ξεπήδησε έτσι απλά. Μ’ ένα τηλεφώνημα, μ’ ένα μέηλ. Ηλεκτρονικά. Ούτε υιοθεσίες, ούτε χαρτιά, ούτε αναμονές άδικες και διαδικασίες χρονοβόρες. Πάνε περίπατο τα εμπόδια ηλικίας ή μονογονεϊκής οικογένειας. Όλα τα’ χε δοκιμάσει, πριν από κάμποσους καιρούς, τα ξέχασε πια. “Είστε πολύ ηλικιωμένη για να σας επιτραπεί να υιοθετήσετε μωρό, λυπούμαστε, ο νόμος δεν το επιτρέπει”, μόνο αυτό θυμόταν.
Τώρα πια δεν θα υπάρχει μέσα της να βιδώνεται όλο και πιο σφιχτά αυτό που την έκανε να τρέμει από πάντα της, μην και γεράσει μόνη, να λοιπόν που θα διαλυόταν αυτός ο φόβος της. Ο σεβασμός έρχεται όταν περιμένεις χωρίς να διεκδικείς. Η ζωή θα την σεβόταν εν τέλει. Θα σεβόταν την ατέρμονη επιθυμία της να γίνει μάνα.
Άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Πήγε στη μεγάλη γκαλερί στο κέντρο της πόλης και ψώνισε μωρουδιακά. Περπάτησε στους δρόμους, πέρασε τα γιοφύρια της πολυτέλειας, μπήκε στις γυαλισμένες αίθουσες του τζόγου. Όλα της φαίνονταν ασήμαντα μπροστά στο αναμενόμενο μωρό. Τα πάντα έμοιαζαν επίπλαστα και επουσιώδη. Μόνο το νερό μιας τεχνητής λίμνης καθώς το κοίταξε το βρήκε διαυγές ή πολύχρωμο μάλλον, πάντως χαρούμενο όπως χαρούμενοι οι άνθρωποι όλοι γύρω της, πρόθυμοι να την χαιρετίσουν, να την κάνουν φίλη τους. Όλο το Λας Βέγκας είχε αλλάξει απότομα. Η χρυσαφένια του όψη καλύφτηκε απ’ το πέπλο του συναισθήματος, της αγάπης πέπλο κάτασπρο και φωτεινό.
Είχε να ετοιμάσει το δωμάτιο του μωρού. Κοριτσίστικο θα το’ κανε. Πήρε κορδέλλες, τούλια, σεντονάκια, φορμάκια, σαλιάρες, καλτσάκια, παπουτσάκια. Όλα ροζ. Φιογκάκια και τριανταφυλλάκια γέμισε το πριγκιπικό δωμάτιο. Εκεί μέσα θα συναντούσε το παραμύθι της. Εκεί μέσα θα της δινόταν επιτέλους η ευλογία. Και μια φορά νικήτρια. Τίποτε πια δεν θα μπορούσε ν’ ανατρέψει την εύνοια της τύχης της.
Έφθασε η μεγάλη μέρα! Θα της το έφερναν σήμερα… Κοριτσάκι λοιπόν. Η καρδιά της γέμισε από λίγο φόβο, λίγη ανησυχία, αλλά μια καλπάζουσα χαρά αναδομούσε τον καινούριο της εαυτό. Από τώρα είναι μαμά!
Τα σκυλιά υπάκουσαν στο κάλεσμά της να παραμείνουν ήσυχα, να υποδεχτούν με αγάπη το μωρό, να μυρίσουν την τρυφεράδα, να συνειδητοποιήσουν την παρουσία της ευτυχίας, να εξερευνήσουν το νέο γεγονός που θ’ άλλαζε την καθημερινότητά τους.
Έντονες στιγμές, με πρωταγωνιστή ένα βρέφος τόσο δα, μικρούλικο, τα χεράκια του απαλά με τα δακτυλάκια μαζεμένα προς τα μέσα, τα ποδαράκια παχουλούτσικα, τα μαγουλάκια φρεσκοκομμένα ροδάκινα.
Η Ρόζυ το πήρε και δεν σταματούσε να υμνεί την ομορφιά του. Το έφερε μέσα στο δωμάτιό του να γνωρίσει τον κόσμο του. Του έβαλε καθαρό πανάκι, του έριξε πούδρα απλώνονάς την απαλά, του έδωσε μπιμπερό με γάλα που έλεγξε τη θερμοκρασία στάζοντας στην ανάποδη της παλάμης της δυο τρεις σταγόνες. “Θεέ μου, πόσο όμορφη είναι! Απίστευτο μου φαίνεται! Τι ματάκια, τι μυτούλα! Φίλησε τα δακτυλάκια των ποδιών της, τι μικροσκοπικά νυχάκια! Της έβαλε ένα μαλακό φορμάκι με ωραία σχέδια.
Τα σκυλιά κουνούσαν χαρούμενα τη μουσούδα τους και την ουρά τους. Στο δωμάτιο του μωρού, η Ρόζυ τους είχε απαγορεύσει να μπαίνουν. Στους υπόλοιπους χώρους υπήρχαν τόσα παιγνίδια για το μωρό, που μπορούσαν εκεί να το βλέπουν, αλλά πάντα από κάποια απόσταση. Το’ βαζε η μαμά του στην κούνια με τη μουσικούλα, εκείνα πήγαιναν και τα πέντε τριγύρω και το αφουγκράζονταν. Τ’ άφηνε να γλύφουν την κορδέλα στα μαλλάκια της, σαν τιάρα βασιλοπούλας, αλλά όχι το προσωπάκι της. Αμέσως άπλωνε το χέρι της και τ’ απομάκρυνε με μια απαλή κίνηση, λέγοντάς τους να προσέχουν την Τζόυς. Χαρά! Αυτό το όνομα ταίριαζε στις μέρες της στο εξής. Χαριτωμένα γέμιζαν όλες οι στιγμές, χαριτωμένα ντυμένη η Τζόυς, χαριτωμένα τραγουδάκια την κοίμιζαν. Κι όταν την έβγαζε βόλτα με το καρότσι, αχ εκείνη η βόλτα! Τι περίεργο πράγμα συμβαίνει με τους ανθρώπους! Κανείς δεν χαιρετά στο δρόμο μια γυναίκα μόνη. Μια γυναίκα όμως μ’ ένα μωρό στο καρότσι, σχεδόν όλοι την καλημερίζουν ευγενικά σκύβοντας για να πουν μια χαμογελαστή κουβεντούλα, τι όμορφο, τι γλυκό! Σαν ν’ αποκτούσε άλλη αξία μια μάνα, μια γιαγιά. Η φροντίδα ενός μωρού διώχνει τη μυρωδιά της κλεισούρας από κάθε γυναίκα, πιάνει σφικτά τον καρπό της ζωής. Η Ρόζυ είδε να νεκρανασταίνεται εκείνο το όνειρο κι ένιωσε συνδεδεμένη με την αληθινή ευδαιμονία. Η κερασένια της Τζόυς είχε πια μεταποιήσει τη λύπη σε χαρά.
Εκείνο το βράδυ η Ρόζυ βάραινε από την κούραση της μέρας. Είχε εξαντληθεί από τις υποχρεώσεις, και επιπλέον ένα κρυολόγημα που άρπαξε, την ανάγκασε να συρθεί νωρίς στο κρεβάτι της. Ανέβασε πυρετό και πήρε κάποιες ασπιρίνες. Παράτησε όλες τις ασχολίες της για το επόμενο πρωί. Της χρειαζόταν ένας βαθύς ύπνος.
Ξύπνησε αργά. Μια ησυχία επικρατούσε στο σπίτι. Τα σκυλιά φαινόντουσαν ήρεμα και άχνα δεν έβγαζαν. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της Τζόυς. Άνοιξε την άσπρη ντουλάπα κι αναφάνηκαν στη σειρά τα κρεμασμένα φορεματάκια, τα παπουτσάκια στο κάτω ράφι, τα λούτρινα αρκουδάκια, τα καλαθάκια με τις κορδέλες της. Σκέφτηκε για λίγο και κατέληξε σ’ ένα φόρεμα ροζέ με κόκκινες φράουλες. Πήρε καλτσάκια με τούλι στο πάνω μέρος, και παπουτσάκια λευκά με απαλές σαν χνούδι φούντες. Για κορδέλα σήμερα θα της φορούσε την άσπρη με τις φραουλίτσες, ασορτί με το φουστανάκι.
Στο λακαριστό έπιπλο, άσπρο κι αυτό, ήταν όλα τα καλλυντικά της Τζόυς. Της χρειαζόταν ένα αρωματικό λαδάκι και η μυρωδάτη πούδρα. Τότε έφθασε η στιγμή. Οι στιγμές φθάνουν κοχλάζοντας όταν πια ξεχειλίζει ο χρόνος τους. Και κάνουν πολύ θόρυβο μερικές φορές. Γίνονται προσάναμα για μια φωτιά που αρχίζει να τσιρίζει.
Η Ρόζυ γύρισε προς τη μεριά που ήταν το πριγκιπικό κρεβατάκι της κόρης της. Η μικρή κοιμόταν. Θα την ξυπνούσε σιγά σιγά χαϊδεύοντας τα μαλλάκια της και θα της άλλαζε το πανάκι της. Το δωμάτιο όλο μια λουλουδιασμένη άνοιξη. Μα η Τζόυς μια μαδημένη μαργαρίτα. Πρώτα την αντίκρυσε. Μετά έβγαλε μια στριγκλιά.
Τα σκυλιά δεν κουνήθηκαν. Στην αρχή νόμισε πως έβλεπε ένα όνειρο και φοβήθηκε τη σιωπή του. Εξάλλου αυτό το παιδί ήταν σίγουρη ότι θα το’ χε ως τα βαθιά της γεράματα. Ποτέ δεν θ’ αρρώσταινε, τίποτε δεν θα πάθαινε. Μήτε πικρή λέξη θ’ άκουγε από τα χείλη της, μήτε αγωνία θα την βασάνιζε για το μέλλον της. Ουδέποτε θα βρισκόταν κάποιος διεστραμμένος να της κάνει κακό, να τη βιάσει, να την αποτρελάνει, να την σκοτώσει. Πού πήγε αυτή η σιγουριά ξαφνικά;
Τα ποδαράκια της δεν είχαν πια ούτε νυχάκια ούτε δακτυλάκια. Το ένα της πόδι είχε αφανιστεί εντελώς ως απάνω στο γομφό, όπως και το ένα της μπράτσο, το άλλο χέρι έλειπε από τον καρπό. Το πρόσωπό της καταφαγωμένο. Χωρίς μύτη, χωρίς αυτιά, χωρίς στόμα, χωρίς κρανίο. Δεν είχε απομείνει δείγμα από το πανέμορφο μουτράκι της. Τα ρουχαλάκια της σκισμένα, η κορδέλα της λερωμένη, Το στήθος της γεμάτο μεγάλες τρύπες και κάτι απομεινάρια δέρματος σαν πριονίδια που σκόρπισαν μετά το ροκάνισμα ενός ξύλου. Η οργή που πήγαζε από βαθύ φθόνο θα ήταν μια από τις αιτίες που φούσκωσε αυτόν που το έκανε. Μα ποιος θα μπορούσε να καταφάει ένα μωρό; Και για ποιο λόγο; Ως εδώ ήταν λοιπόν…
Καμιά φορά δεν υπολογίζουμε τη διάβρωση που παθαίνει η κάλπικη απομίμηση. Μπορεί να φαντάζει πανέμορφη και λαμπερή, μα η αλήθεια να είναι αλλού. Όπως τα χρυσαφένια κτίρια του Λας Βέγκας, όλα μια στημένη ευχαρίστηση που σφύζει από προσποίηση. Μια αντιγραφή της πραγματικότητας που υπάρχει κάπου, μια καλογυαλισμένη απάτη. Που δεν φαντάζεσαι ως πού μπορεί να φθάσει. Ως τη δημιουργία μιας απατηλής λίμνης στη μέση της ξερής ερήμου. Κάθε επίτευγμα όσο σημαντικό κι αν είναι, μπορεί να σέρνει και μια κακή εξέλιξη λοιπόν. Σε μια μέρα όλα είχαν ακυρωθεί τόσο ατιμωτικά.
Το τραγικό για την Ρόζυ ήταν που δεν είχε φανταστεί ότι τα σκυλιά τρώνε τη σιλικόνη. Αυτό ποτέ δεν της πέρασε από το νου. Ίσως γιατί μέσα στο μυαλό της φύτεψε βαθιά την ιδέα ότι η Τζόυς ήταν ένα μωρό αληθινό, εντελώς φυσιολογικό, κανονικό μωρό με σάρκα, με ψυχούλα. Ποτέ της δεν σκεφτόταν ότι επρόκειτο για ένα solid silicone baby που το παραγγέλνεις από το διαδίκτυο και σου το στέλνουν με κούριερ μέσα σ’ ένα πακέτο τυλιγμένο με προστατευτικό ρολό φυσαλίδας. Που το ακριβοπληρώνεις κι έχεις την ησυχία σου. Που δεν θα σε ξυπνά με το κλάμα του τις νύχτες, δεν θ’ ανησυχείς για τη ζωή του, δεν θα σε προδώσει ποτέ. Μόνο που θα παραμένει για πάντα βρέφος. Χωρίς φωνή, χωρίς κίνηση, χωρίς πνοή.
Έβαλε τα κλάματα. Έβρισε τα σκυλιά της που φάγανε το μωρό. Φάγανε το όνειρό της να γίνει μάνα. Ψεύτικη έστω.
Το κακό μπορεί λοιπόν να’ ρθει από κοντά, από τόσο πολύ κοντά. Η ζωή είναι έτσι κι αλλιώς άδικη. Η αληθινή ζωή. Η ψεύτικη είναι ακόμα πιο άδικη.
Kατερίνα Μαυρομμάτη.