"Πατρίδα ζητάμε για τους ταπεινωμένους"
Είδα τα χρωματιστά θύματα, που ακόμα δεν τους λες επιζήσαντες ενός μακελειού, να προσαρμόζονται σε καταστάσεις άλογης κατάντιας. Στα μπουφάν τους λασπωμένη ντροπή και λεκέδες αδιαφορίας. Ψάχνοντας για μια πατρίδα πέσαν πάνω στα πλέγματα του εγκλεισμού. Οι σταγόνες βροχής γδέρνουν το δικαίωμά τους να ξαναγίνουν τόπος, μεταλλαγμένος έστω, ν' απλώσουν τη ζωή τους να στεγνώσει.
Στο σπίτι πίσω έμειναν τα παραμύθια που βεβαίωναν ότι αυτοί θα ζούσαν καλύτερα από τους πρίγκιπες και τις βασιλοπούλες. Τώρα καλούνται να τιθασέψουν τα μονοπάτια του ανεπιθύμητου. Απειλές κι άγχος μαζί μ’ ένα φρούτο στο χέρι του παιδικού φόβου.
Θεία παρηγοριά μια αίσθηση απόδρασης δρασκελώντας το σύνορο που ρεμβάζει απαγορευτικό να μονοδρομεί τις απλές ψυχές. Η Ευρώπη απούσα, τους φορεί μολυβένια βαρίδια στα βρεγμένα παπούτσια τους. Αντίσκηνα διακοπών για αμμουδιές κρυφές, τα είδα κομμάτια απελπισμένα πονεμένων ανθρώπινων μελών κατάχαμα στην έλευση της μαρτιάτικης προσδοκίας. Πληγές πάνω στην πληγωμένη Ελλάδα. Που μαραίνεται αλλά συγκροτεί την ευσπλαχνία από ανεκτικά ριζώματα να φυλλορροούν το δέντρο του τετέλεσται. Ν’ αναπλάθει τη στυφή άνοιξη στον κύκλο της εναλλαγής. Ν’ ακούει τον βραχνό νόμο να τραγουδά τη ρηχότητα των αποφάσεων για να μην διαιωνιστεί το πλήθος.
Και οι άνθρωποι του ξεπεσμένου καταυλισμού, κάνοντας πως ζουν, φαίνονται σαν να μην είχαν ζήσει ποτέ. Μα εγώ ξέρω πως προτού παγώσουν, ζεσταίνονταν μέσα σε τοίχους όπου ζωγράφιζαν με ουράνια χρώματα την ελευθερία.
K.M 16 / 3 /2016