YΠΑΡΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Κατερίνα Μαυρομμάτη. 25/9/2015
“Σας κερνάω όλους!..” Ο Σωκράτης ήρθε και μας βρήκε στο μικρό καφέ της γωνίας. Καρτιέν Λατέν. 1980...
“Γιατί κερνάς; Γιορτάζεις κάτι; Μήπως είναι του Αγίου Σωκράτη σήμερα;” Γνωρίζαμε την τσιγκουνιά του φίλου μας, μα ξέραμε καλά και την πονηριά του. Αυτός κινούσε τον ήλιο με τα τεχνάσματά του. Κάτι θα σκαρφίστηκε πάλι για να βγάζει κάνα χαρτζιλίκι.
“Τώρα που με βλέπετε εδώ, εγώ δουλεύω! Κάθε λεπτό πέφτουν τα φράγκα”. Και αλήθεια, καθημερινά στο ίδιο καφέ, τις ίδιες ώρες, ο Σωκράτης απολάμβανε το καφεδάκι του με την παρέα του, κονομώντας ένα γερό εισόδημα.
“Πού’ σαι ρε μάνα να δεις το γιο σου στα Παρίσια! Μήτε στα καπνά να με σέρνεις, μήτε στα χαρούπια. Εγώ βγάζω λεφτά και κάθομαι!” Μονολογούσε ο Σωκράτης και ακριβολογούσε. Σχεδόν… Γιατί δεν πληρωνόταν για να κάθεται, αλλά για να περπατάει. Να σουλατσάρει στους δρόμους της πόλης, να στρίβει στις γέφυρες στου Σηκουάνα, να φέρνει βόλτα τα τετράγωνα. Μα ο Σωκράτης ως βέρος Έλλην και δη Κύπριος, βρήκε την ευκαιρία για να τεμπελιάζει, ξεγελώντας τα αφεντικά του. Κλασσικός κουτοπόνηρος, νόμιζε ότι δε θα τον ανακάλυπταν. Ποιος θα τον μαρτυρούσε άλλωστε;
Κάθε μέρα την ίδια ώρα χτυπούσε το κουδούνι με το όνομα Ντυπουά της οδού Σουφλώ, του άνοιγαν, αντάλλασσαν δυο τυπικές κουβέντες κι εκείνος έφευγε σφυρίζοντας χαρούμενα, με τη σκέψη ότι θα γύριζε πίσω έχοντας κερδίσει ένα καλό ποσόν, σχεδόν όσο εκείνο που του έστελναν οι γονείς του για μηνιάτικο.
“Πού’ σαι ρε μάνα να δεις πώς ζουν οι πλούσιοι! Τα πετάνε τα λεφτά τους στο δρόμο. Στην κυριολεξία στο δρόμο. Στο πεζοδρόμιο…” ‘Ελα όμως που η παραποντιά του συμφοιτητή μας δεν κράτησε για πολύ. Εκείνο το απόγευμα ανοίγοντας την πόρτα η κυρία Ντουπουά τον ρώτησε ευθέως: “Μεσιέ Σοκράτ, είστε σίγουρος ότι εκτελείτε ως έχουμε συμφωνήσει την εργασία σας;”
Εκείνος βέβαια δεν άφησε καμιά αμφιβολία ότι όλα τα έκανε όπως του είχαν υποδείξει. Σπουδαίο πράγμα ήταν εξάλλου! Δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες γνώσεις ή δεξιοτεχνίες. Μια χαρά τα κατάφερνε. Όλα κυλούσαν ρολόι.
Μια μέρα ωστόσο που χτύπησε το κουδούνι, κανείς δεν του άνοιξε. Μόνο ακούστηκε από μέσα κάτι σαν βρισιά και η αγριεμένη φωνή του κυρίου Ντυπουά, να τον αποκαλεί ψεύτη, απατεώνα και ανάξιο του αρχαιοελληνικού του ονόματος.
“Κάθε μέρα τον βρίσκαμε όλο και πιο νευρικό, σαν να μην είχε περπατήσει καθόλου έκανε. Μας έδειχνε την πόρτα κλαίγοντας, για να τον βγάλουμε έξω. Σε παρακολουθήσαμε. Τον δένεις σε μια καρέκλα στο καφέ εδώ πιο κάτω στη γωνιά…Φτωχό μου σκυλάκι!”
Ο Σωκράτης κατέβηκε σαν αστραπή τις σκάλες από τον έκτο όροφο. Παραλίγο να μπουρδουκλωθεί και να τσακιστεί.
“Πού’ σαι ρε μάνα να δεις το γιο σου τι γρήγορα που έγινε καπνός!..”
Κατερίνα Μαυρομμάτη. 25/9/2015