Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΕΜΠΤΗ

                                                             Ο ΣΕΙΣΜΟΣ

      Η Δέσπω είχε παρατηρήσει κάποια περίεργα χρώματα κατά τη δύση του ήλιου, κάτι σαν το σταφύλι το βέρικο, που’ χε ωριμάσει στην κληματαριά της αυλής. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο ουρανό κοκκινωπό, κάπως της προκαλούσε ένα είδος ανασφάλειας.

     Μπήκε στο πλίνθινο σπιτάκι της και θήλασε το μωρό της. Το έβαλε στη σιδερένια κούνια του και η ψυχή της ηρέμησε. Τίποτε πιο αρμονικό από το γίνεις μάνα, να νιώσεις την αιώνια μοναδικότητα, ένα ποτάμι γαληνεμένο να ρέει μέσα σου, το ένστικτο της συνέχισης της ζωής, η αλήθεια του κόσμου, το γλυκύτερο έδεσμα της ψυχής… Ωστόσο κοιμήθηκε κάπως ανήσυχη, σαν να είχε να πάρει μια μεγάλη απόφαση.

     Στις έξι το πρωί, οι δυνάμεις της φύσης χτύπησαν άγρια την πόρτα της. Ήταν Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου του 1953 και έφτασαν μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα για να ισοπεδωθούν εντελώς πέντε χωριά. Ο ισχυρότατος σεισμός της Πάφου, άφησε σαράντα ανθρώπους σκοτωμένους, 158 χωριά κατεστραμμένα, 30.000 άστεγους και εκατοντάδες τραυματίες, κάνοντας τον κόσμο να μετρά με άλλο μέτρο πια τη ζωή…

     Η Δέσπω έπαθε ένα τεράστιο σοκ. Ο νους της έγινε ένα στρογγυλό ζερό, η καρδιά της θρυμματισμένο φθινόπωρο. Βγήκε έξω από τα χαλάσματα σαν φάντασμα. Δεν ανάσανε. Μήτε έκλαιγε, μήτε φώναζε. Σαν να στέγνωσε από μέσα της. Ο κρότος, η δόνηση, το γκρέμισμα, την αποσβόλωσαν. Και λες και ξενιτεύτηκε από την πραγματικότητα, δε συγχρωτιζόταν με τη λογική, ούτε έδινε σημασία στις επιπλήξεις του κόσμου για γρήγορη απομάκρυνση. Με το ζόρι την τράβηξαν και την έσυραν στην πλατεία όπου είχε αφιχθεί ο Βρετανός διοικητής αυτοπροσώπως. 

      Τα μέσα της εποχής δεν επέτρεπαν στη φλόγα της ελπίδας να κρατηθεί για πολύ αναμμένη, το αεράκι του τρόμου την έσβησε γρήγορα. Όσοι θάφτηκαν στα ερείπια θεωρήθηκαν άτυχοι και επομένως νεκροί. Κανείς δεν αναζήτησε το βρέφος της Δέσπως… Τα ραγίσματα στις καρδιές βρίσκουν τρόπο να αφανιστούν. Φροντίζει ο χρόνος για αυτό. Όχι όμως πάντα… Η Δέσπω, όταν συνήλθε και μοιρολογούσε, ήταν πλέον αργά για ανεύρεση οποιασδήποτε ζωής από τα συντρίμμια μιας βιβλικής συμφοράς. “Δεν παρέμειναν ιστάμεναι οικίαι”, έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, και η ζωή συνεχιζόταν κουτσοδιαβαίνοντας, άστεγη κι αυτή. Οι δάσκαλοι έκαναν μάθημα στο ύπαιθρο, στήνοντας ένα σχολειό λειψό, αλλά ασφαλές. Γιατί κι όταν ακόμα έρθουν τα πάνω κάτω, απομένει μια μικρούλα χαρά, ρημαγμένη μεν, έτοιμη ν΄ανθίσει δε.

      Η Δέσπω αν και έκανε άλλα τρία παιδιά, τώρα πια σπουδαγμένα, ποτέ δε σβήστηκε από τα μάτια της εκείνη η απόχρωση του ουρανού πριν το μοιραίο πρωί, ούτε η δυσθυμία που την τριγυρνούσε όλη τη νύχτα. Το πρώτο της μωρό κοιμόταν πάντα κάτω από τους πλίνθους μιας ελπίδας… 

      Ζωγράφος εις Παρισίους η μια κόρη της Δέσπως, ετοίμασε τη νέα της έκθεση με θέμα ό,τι είχε απομείνει από τη σαρωτική μανία του εγκέλαδου του 53. Ένα κοτοπουλάκι της αυλής, το γιασεμί στον τενεκέ, τα θαμμένα πιατικά, το ξυλόγλυπτο μπαούλο, ένα βρέφος ξεχασμένο… Σε μια εκπομπή στην τηλεόραση, εξηγεί ότι έχασε τότε μια αδερφούλα που αφέθηκε αβοήθητη πάνω στην αναμπουμπούλα, και που η μαμά της έχει πάντα κάτι σαν διαίσθηση ότι ίσως και να βρεθεί κάποτε… 

    Όσο παλιό κι αν είναι το τεφτέρι της ζωής, όταν ανοίξει, βγάζει μυρωδιές γνωστές. Αποκάλυψης. Και η αποκάλυψη έχει τη μυρωδιά της αλήθειας. Έντονη… Έντονα αντέδρασε και η Κάτια! Τα συνδύασε όλα. Η ζωγράφος αυτή, όχι απλά της μοιάζει, είναι σαν να είδε τον εαυτό της στην τηλεόραση. Η γέννησή της ταιριάζει με τη χρονολογία του μεγάλου σεισμού. Και η μάνα της με την οποία την έδενε ένα ωραίο τίποτε, ανέβαλλε διαρκώς τις απαντήσεις στα ερωτήματα της Κάτιας. Μέσα της ακούει ένα βρυχηθμό. Δεν τα χάφτει πια όσα της ξεφούρνιζε τόσα χρόνια η μάνα της ότι για το καλό της την βάραγε για να γίνει καλή νοικοκυρά… Και ήρθε και το όνειρο. Με το παραμιλητό. Την άκουσε καθαρά που έλεγε στον ύπνο της: “Το πήρα… Θα πέθαινε.. Η Δέσπω το άφησε..” Εξάλλου η Κάτια από πάντα της το ένιωθε ότι δεν ανήκει εδώ. Το ήξερε, ας μην το παραδεχόταν η άλλη. Κάτι της το φώναζε κάθε μέρα…

    Οι αποκαλύψεις έγιναν σαν στεγνή ανακοίνωση. Ήταν γειτόνισσα της Δέσπως, είχαν προστριβές, τη ζήλευε που είχε γίνει μάνα τόσο μικρή, ενώ αυτή ήταν γεροντοκόρη. Άρπαξε το μωρό και έτρεξε ως το δρόμο που περνούσε αυτοκίνητο για την Πάφο. Το έφερε στη Λευκωσία και διέδωσε ότι ο άντρας της την εγκατέλειψε έγκυο. Την Κάτια τη μεγάλωσε σαν να ήταν υπηρέτριά της. Δεν την άφησε ούτε το γυμνάσιο να τελειώσει. Μια παθολογική κατάσταση, ένα δέσιμο άρρωστο, που μονάχα έτρεφε την ανία της και το φόβο μη μείνει μοναχή της σαν το κούτσουρο. Και άμα χάσεις τον έλεγχο της έπαρσης, μπορεί και να τη νομίσεις για αγάπη. 

    “Μου έκλεψες τη ζωή μου!..” Μόνο αυτό της πέταξε η Κάτια, γιατί το κλίμα ήταν πολύ οξυμένο για συζητήσεις. Εξάλλου πέρασαν πάνω από είκοσι χρόνια. Παραγεγραμμένα αδικήματα. Υπερβολικά ηλικιωμένη για να πάει φυλακή.

     Όμως η θάλασσα άμα την ξυπνήσει ένας άνεμος φουρκισμένος, σηκώνει κύματα και δεν υπάρχει συγκρατημός. 

    Έφυγε η Κάτια. Για την Πάφο. Τα κιτάπια της Αγγλίας δεν υπήρχαν πια. Αλλά το DNA είναι θαυματουργό!.. 

    Το χωριό είχε ξαναχτιστεί από την πάνω μεριά. Και η ζωή της θα ξαναχτιζόταν. Από άλλη μεριά… Να στυλώσει την ψυχή της πάνω σε καινούρια δοκάρια. Να βρει τις ρίζες της, να ποτιστούν με ενστικτώδικη αγάπη και να “πιάσει” με την πρώτη ασημένια βροχή της καρδιάς. Γιατί τελικά οι καρδιές δε λανθάνουν…

Κατερίνα Μαυρομμάτη 15. 12. 2013