Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017


Λίγη ζωή ακόμα, θα έλεγα...

     Έχουν γραφτεί άπειρες κριτικές, δεν θα προβώ σε άλλη μια με πρόθεση να ρίξω κάποιες σταγόνες δροσιάς στο καυτό κείμενο ή να αφήσω μια μικρή δέσμη φωτός να διασχίσει τη σκοτεινιά της ψυχής του Jude, ενός άγρια βασανισμένου και σαδιστικά σπασμένου ανθρώπου που άλλο δεν θα κάνει εφεξής παρά να σέρνεται στην εκμετάλλευση, στην ανέχεια και στην ταπείνωση, ωσότου να αποδειχθεί ένας προδότης του εαυτού του, ένας Ιούδας όπως είναι το όνομά του, που όμως δεν μπορεί να βλάψει κανέναν παρά μόνο τον ίδιο. Θα εκφράσω τις σκέψεις μου για την έκβαση της ιστορίας μέσα από ένα και μόνο ερώτημα που τίθεται κάπου προς το τέλος του βιβλίου: "Δεν ήταν θαύμα να έχεις επιζήσει του αβίωτου;"

     Πέρα από όσα έχουν ειπωθεί για την ωμότητα των περιγραφών και τη συσσωρευμένη ένταση που σε κρατά σε όλες τις σελίδες του, θα στεκόμουν στο πασιφανές και ύπουλο κατακάθι που μένει από την παιδική ηλικία όταν αυτή υπήρξε άκρως ειδεχθής και αποτρόπαια για μια μαλακή ψυχή. Τα απομεινάρια της θλιβερής και κακοποιημένης πρώτης ζωής, κατατρέχουν εσαεί, και όση αγάπη κι αν βρεθεί μετά, δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια, αλλά αιωνίως υποτιμάται ο εαυτός καταλήγοντας να θεωρεί ότι όσα τράβηξε τα άξιζε, αυτά του πρέπανε αφού την ευτυχία δεν την ελκύουν όλοι έτσι κι αλλιώς, ο ίδιος ανήκει στους περισσευάμενους που αστόχησαν και αυτό θα είναι μόνιμο και παντοτινό, καθώς έχει μάθει έναν τρόπο πολύ συγκεκριμένο να σκέφτεται και αδυνατεί να αλλάξει την κατεύθυνση του νου. Έτσι όλες οι επίμονες προσπάθειες των φίλων του Jude μέσα από τη δύναμη της αγάπης τους ώστε να τον τραβήξουν από την μονολιθική ξεροκεφαλιά του να βυθίζετασι στη σακατεμένη του ζωή, πάνε στον βρόντο. Ωστόσο ο αναγνώστης δεν γίνεται να μην συμπαθήσει τον Jude, νιώθοντας μια ορμή να του συμπαρασταθεί για να βγει από τους δαίμονές του. Μήπως τελικά η τραγωδία του ανθρώπου δεν είναι η τραγική παιδική ηλικία, αλλά η ανημποριά να βγεις από εκεί;

     Κατά κανόνα τα κακοποιημένα παιδιά θα γίνουν άρρωστοι ενήλικες που θα τείνουν να απωθούν τους άλλους προξενώντας ταυτόχρονα αυτοαπέχθεια. Η εχθρική συμπεριφορά απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό καταλήγει σε σημείο όπου η αυτοκαταστροφή να θεωρείται εξιλέωση. Αυτό είναι ένα δράμα δια μέσου του οποίου δύσκολα θα καταφέρει ένα αθώο θύμα να επανασυντάξει τον ψυχικό του κόσμο και να ενατενίσει τους δίπλα του με άλλα μάτια, προσηλώνοντας τη ζωή του στο γεγονός ότι κατάφερε να επιζήσει της παράνοιας. Δεν πρόκειται για την περίπτωση όπου κανείς μπορεί να δει τον εαυτό του ως διασωθέντα μιας καταστροφής ή ενός πολέμου. Εδώ είναι εντελώς άλλο πράγμα. Από τι έχει επιζήσει ο Jude;

    Εκείνο που εν τέλει κρατάς από το βιβλίο δεν είναι η καθαυτό ιστορία, αλλά η λογοτεχνική δεινότητα της συγγραφέως για ένα ατόφιο ψυχογράφημα καθώς επίσης και η εξαιρετική μαεστρία με την οποία ζυμώνει την εκπληκτική γλώσσα, ώστε να σε ανταμοίβει για τις ώρες (πάρα πολλές λόγω της έκτασης του κειμένου) της εξαντλητικής ανάγνωσης. Εν τούτοις είμαι πεπεισμένη ότι το βιβλίο δεν αρέσει σε όλους και πολλοί μάλιστα δήλωσαν ότι το παράτησαν ως βαρετό, αμείλικτο, αφόρητο και καταθλιπτικό.  

      Η αλήθεια είναι ότι με τις αναφορές στις μαζοχιστικές ενέργειες του Jude, το βιβλίο συνεχώς σε κάνει να φωνάζεις ένα "όχι", ένα "λυπήσου σε", κι αυτό είναι μια δοκιμασία για τον αναγνώστη. Για κάθε αναγνώστη που πιστεύει ότι η ζωή είναι μεν άδικη, αλλά υπάρχουν τρόποι να γίνει επανορθώσιμη. Και καθώς τρέχεις να προλάβεις το αυτοτιμωρούμενο αγόρι για να επανεπινοήσει τον εαυτό του, φτάνεις να επανεπινοείς κι εσύ τον δικό σου εαυτό ως απλού αναγνώστη. Γίνεσαι σαν θεατής παράστασης, ο οποίος μετέχει με τους ηθοποιούς στο θέατρο, κλαίγοντας ή γελώντας, επευφημώντας ή αποδοκιμάζοντας.
Σε πιάνει μια ακαταμάχητη οργή καθώς νιώθεις τον έναν από τους τέσσερις πρωταγωνιστές της "Λίγης ζωής", έτσι καθηλωμένο στην αυτολύπησή του. Φαίνεται όμως ότι αν ο κόσμος σου φτάσει στα όρια του σηπτικού, χαλάσει κάθε του δομή, σκασμένος σαν το ρόδι, η ζωή δεν μπορεί παρά να ξεγλιστράει μαζί με τις ενοχές και τις αδυναμίες. Και ο μισολιωμένος Jude παραείναι τρομοκρατημένος, ζητάει συνεχώς συγγνώμη, δεν καταφέρνει να μάθει τι είναι εμπιστοσύνη,  αποτυγχάνει να νιώθει κανονικός, να έχει μια μορφή υγείας που να τον κάνει να φαίνεται άφθαρτος, να αποδιώξει από πάνω του τον ιό του φόβου, να ενσωματωθεί σε μια ομαλότητα, να κάνει να στερέψει η πηγή της αίσθησης αποτυχίας, να διαλύσει δια παντός τις θλιβερές κοφτερές αναμνήσεις, να αποδεχτεί την έξαψη της ανιδιοτελούς φιλίας, να απεμπλακεί από την ανάγκη της αυτοκαταδίκης. Όπως ανέφερε η Hanya Yanagihara σε συνέντευξή της "η ζωή δεν οδηγεί πάντα σε προβλέψιμα αποτελέσματα". 

       Θα τολμούσα τέλος να συγκρίνω την ιστορία του Jude με εκείνη της Erendira, μιας αθώας κοπέλας της οποίας η σκληρή γιαγιά (Ειρήνη Παπά στην ταινία), γεμίζοντάς την ενοχές, την εξωθεί στην πορνεία επειδή η μικρή άθελά της έκαψε το σπίτι τους. Η εγγονή, ευπειθής και ανίδεη περί του μπλοκαρίσματος της ζωής της, υπακούοντας στην άθλια συνθήκη, αναγκάζεται να πουλεί το σώμα της σε αμέτρητους άντρες επειδή νιώθει απολύτως ένοχη μη αντιλαμβανόμενη πόσο ανεξίτηλο κακό κάνει στον εαυτό της, ώσπου θα αφυπνιστεί και θα πάρει εκδίκηση.
      Από την άλλη, μια επιζήσασα του ολοκαυτώματος του 'Αουσβιτς, όταν διάβασε το μυθιστόρημα "Η λίστα του Σίντλερ" πανικοβλήθηκε αναγνωρίζοντας τον εαυτό της στην ηρωίδα του βιβλίου και όταν είδε στην ταινία την ασύλληπτη δυστυχία που είχε περάσει, δεν άντεξε και αυτοκτόνησε, αφού είχε συμμετάσχει και η ίδια στην τελευταία σκηνή όπου οι πραγματικοί Εβραίοι που ήσαν στη λίστα, αφήνουν μια πέτρα στον τάφο του Σίντλερ. Το γεγονός αυτό μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν η οδύνη φθίνει με τα χρόνια ή ποτέ δεν καταπραΰεται όπως στην περίπτωση του Jude.


    Και κάτι ακόμα.  Αν και το "Λίγη ζωή" είναι από τα βιβλία που αγάπησα, δεν θα μπορούσα με τίποτε να το διαβάσω δεύτερη φορά. 

Κατερίνα Μαυρομμάτη.