Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

                                                  HTAN MIA ΠΕΜΠΤΗ
            
                                      
                                     Παραμονή Χριστουγέννων






  Απέφευγε τις παρέες. Έβρισκε δικαιολογίες για ν’ αρνηθεί τις προσκλήσεις φίλων. Οι μαζώξεις και τα τραπεζώματα τον αναστάτωναν. Στην εταιρία που είχε στήσει με κόπους άπειρους, αυτοδημιούργητος, εργάζονται σήμερα είκοσι επτά άτομα. Όπως κάθε χρόνο, θα γίνει το πάρτυ την παραμονή των Χριστουγέννων. Το δίμετρο δέντρο στην υποδοχή, έχει ήδη στολιστεί, τελευταία το φτιάχνουν πριν ακόμα μπει ο Δεκέμβρης. Να προλάβουν λες κάτι, μια χαρά, την ανάγκη της οποίας βροντοφωνάζουν. Τα πακέτα τυλιγμένα με ιλουστρέ χαρτί και μεγάλους χρυσούς φιόγκους, γύρω γύρω στη βάση του έλατου, με το όνομα του καθενός σε μια καρτούλα.
      Φύγανε όλοι νωρίς σήμερα. Οι οικογένειες, οι ετοιμασίες… Έμεινε μόνος, με τους συλλογισμούς του. Τόσα χρόνια δούλευε και μάζευε. Τρεχούμενοι, γραμμάτια, μετοχές, ομόλογα. Οι τράπεζες άλλο δεν έκαναν από το να τον δελεάζουν με μεγάλα επιτόκια. Σχέδιο τάδε, κέρδη σίγουρα…   Κι ύστερα ήρθε το κούρεμα…  Όλα φτερά τ’ ανέμου. Κουτσουρεύοντας ζωή, είναι που πλουτίζει κανείς. Με το να μην ξοδεύεις λεφτά, σπαταλάς κάθε σου κύτταρο κοπιαστικά.
    Τα όνειρα όμως δεν ξέρουν από κούρεμα.  Άμα σταματήσεις να ονειρεύεσαι, θα έχει επέλθει ο θάνατός σου. Όχι ο βιολογικός. Ο άλλος.

     Σήμερα είναι πια αλλιώτικος. Νιώθει πως δεν κάνει να παρακάμπτεις τις χαρές. Η γενναιοδωρία είναι μια απ’ αυτές. Πήρε είκοσι επτά φακέλλους και έβαλε μέσα ένα μεγάλο ποσόν για τον καθένα από τους υπαλλήλους του. Τι θα τα κάνει άλλωστε; Όσα βγάζει στο εξής, θα τα χαρίζει. Τα λεφτά είναι για όσους τα έχουν ανάγκη. Οι τράπεζες δεν τα έχουν ανάγκη... Να διώξει και τη ρετσινιά του σπαγγοραμένου. Αλήθεια, η τσιγγουνιά είναι κουσούρι εγγενές ή επίκτητο; Μήπως οι συνθήκες είναι που κάνουν κάποιο να μη δίνει, να μην αγαπά, να μη μετέχει στο πάρε - δώσε των ανθρώπων;
           


       Απόψε αποφάσισε να διαλύσει κάθε εμμονή, να επουλώσει όποιο τραύμα έμενε ακόμα ματωμένο. Η απόφαση είναι το πρώτο χρειαζούμενο για να ξεκινήσεις ένα μεγάλο ταξίδι. Το δικό σου ταξίδι.
         Έβαλε με τάξη στα πακέτα τους φακέλλους με το ποσό, που εν μέσω κρίσης οικονομικής, θα μπορούσε να θεωρηθεί τεράστιο, και είδε κιόλας την λάμψη στο βλέμμα του κάθε υπαλλήλου του. Το πάρτυ ήταν για τις εννιά το βράδυ. Θα πήγαινε να ξεκουραστεί λίγο και θα γύριζε να περάσει με τους υπόλοιπους τη γιορτή. Ένιωθε κιόλας γιατρεμένος από μια χρόνια πάθηση. Το παρελθόν, η αλήθεια είναι ότι πέφτει λίγο μακριά.

      Ξημερώνει Πέμπτη! Χριστούγεννα! Μόλις ανοίξουν τους φακέλλους, θα πάρουν μεγάλη χαρά. Αλλά δε θα ξέρουν για τη δική του χαρά. Η καρδιά του έμοιαζε με παλιό αρχοντικό, εγκαταλελειμμένο, που  ξανάνοιξαν τα παραθύρια του και άναψαν μετά από καιρούς αβάσταχτους, οι κρυστάλλινοι  πολυέλαιοι του.

   Η Βίβιαν τον πλησίασε με δυο ποτηράκια γεμάτα με το λικέρ μανταρίνι που είχε φτιάξει η ίδια για την αποψινή βραδιά.
“Θα το δοκιμάσετε;.. Το φετινό, μου πέτυχε καλύτερα από ποτέ…”  Και αμέσως πλησίασε στ’ αυτί του και του ψιθύρισε: “Η απάντηση είναι ΝΑΙ…”
    Η Βίβιαν, η ιδιαιτέρα του, τον αγαπούσε χρόνια τώρα. Σαν να περίμενε κάτι να συμβεί φέτος στο ρεβεγιόν των Χριστουγέννων. Στο δικό της φάκελλο, δεν υπήρχαν χρήματα. Μονάχα ένα μονόπετρο με μπριγιάν, και μια κάρτα με την κλασική ερώτηση: “Θέλεις να παντρευτούμε;”


Κατερίνα Μαυρομμάτη    25. 12. 2014