Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

                              ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΕΜΠΤΗ

                                    Το άλλο κορίτσι

 

      Η Ντίνα ήταν μια κοπέλα, από αυτές που δεν τις λες ούτε όμορφες, ούτε άσχημες. Είχε ωστόσο μια ξανθιά δροσεράδα, γλυκιά και γαλανή, που σε τραβούσε. Τραβούσε και τις ατυχίες. Γιατί η Ντίνα, σαν να είχε κάνει μια συνθήκη ζωής, ανίκανη να προστατέψει τον εαυτό της, άφησε τους άλλους να την παρασύρουν στα νερά τους, σαν χάρτινη βαρκούλα σε ρυάκι που κατηφορίζει.

      Στα δεκατέσσερά της την πάντρεψαν. Αυτό βέβαια, τότε, μέσα της δεκαετίας του ΄60, δεν ακουγόταν και τόσο φοβερό. Τι άλλο να ζητά ένα κορίτσι από το γάμο;.. Γάμος!.. Κι ας είναι μια καλοστημένη παγίδα. Να παντρευτεί, κι ας πάρει όποιον να’ ναι. Φτάνει να φύγει από το σπίτι μια ώρα αρχύτερα. Τι κι αν θα βρισκόταν στο ανοιχτό στόμα του θεριού;.. Στα συνηθισμένα πλαίσια της εποχής, θα βολευόταν κι αυτή, όπως τόσα κορίτσια.

   Ο άντρας της, ένας αγροίκος, που είχε σταλώσει στις αρχαίες ιδέες περί συμβίωσης, (δηλαδή περί υποχρεωτικής συνύπαρξης, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, όταν το διαζύγιο ισοδυναμούσε με αμάρτημα), την εγκλώβισε μέσα σ’ ένα είδος ζωής που άρχιζε με κόπωση και τέλειωνε με υπερκόπωση. Προδιαγεγραμμένη πορεία. Νοικοκυρεμένα πράγματα. 

     Στα δεκαπέντε της γέννησε. Δίδυμα. Αλλά η ίδια δεν το έμαθε. Μονάχα το υποψιάστηκε. Την ώρα του τοκετού, μια νεαρή μαία, φέρνοντας το “χωνί” στ’ αυτί της, κάτι μουρμούρισε, ότι άκουγε δυο καρδούλες μέσα στην κοιλιά της. “Μάλλον πρόκειται για δίδυμα”. Αμέσως, κάποιο χέρι άρπαξε τη μαία και την τράβηξε έξω από το χειρουργείο. Της είχαν δώσει μια ελαφριά νάρκωση και όταν ξύπνησε, η Ντίνα κρατούσε ένα κοριτσάκι στην αγκαλιά της. Της το έφεραν να το θηλάσει. Δεν τόλμησε να ρωτήσει αν είχε γεννήσει μόνο ένα ή αν ήταν πράγματι δίδυμα. Μέσα στη χαρά των στιγμών, αρκέστηκε σε ό,τι της λέχθηκε. Άλλωστε αν η μαία εκείνη, έβγαινε αληθινή, δε θα της το έλεγαν; Κι αν το άλλο είχε πεθάνει, γιατί να της το κρύψουν;.. Συχνά οι άνθρωποι προτιμούν να αποφύγουν να πλανιούνται μέσα σ’ ένα αδιέξοδο λαβύρινθο και δέχονται μια απατηλή κατάσταση. 

     Ωστόσο η Ντίνα είχε μια αέναη ανησυχία... Κάτι μέσα της, της τάραζε τα νερά, όπως τους κύκλους στην επιφάνεια μιας λίμνης, που μαρτυρούν ένα ταρακούνημα βαθύτερο. Της έλειπαν όμως πολλά, για να μπει σε διεκδικήσεις, αναζητήσεις, έρευνες. Και κυρίως της έλειπε η φόρα. Όταν στέκεσαι πάνω σ’ ένα αίνιγμα, χρειάζεται να πάρεις φόρα για να πηδήξεις να το συναντήσεις. 

     Η ζωή σαν να την είχε ξοφλήσει με το κορίτσι της. Την Νέλλη! Μια φιγούρα ανάλαφρη, μια κούκλα ζωντανή! Τι άλλο ήθελε; Και μόνο που είχε γίνει μαμά, νόμιζε πως έκατσε στο τιμόνι της ευτυχίας… Τι θα μπορούσε πια να ονειρευτεί η Ντίνα;.. Ποιος αλήθεια νομίζουμε ότι κάνει τις επιλογές στη ζωή μας; Εμείς οι ίδιοι; Οι γονείς μας; Η κοινωνία; Ή οι εποχές;



     Μα η ζωή πάντα αγαπά την αλήθεια. Και τη φέρνει μπροστά μας μια μέρα, σαν τα καραβόξυλα του ωκεανού, που όσο κι αν βολοδέρνονται στα κύματα, κάποτε βγαίνουν στη στεριά. Η Νέλλη είχε πάει με το σχολείο σε κατασκήνωση, ένα καλοκαίρι, στη Βόρεια Ελλάδα. Εκεί έπεσε πάνω στο άλλο κορίτσι. Την Αννίτα. 

      Ήταν μια Πέμπτη, μέσα σ’ ένα ολοπράσινο τοπίο, κάτω από τα δροσερά πλατάνια, όταν βρέθηκαν. Μόλις ανταμώσανε έμειναν κι οι δυο τους να κοιτάζονται για ώρα, αμίλητες. Τα μάτια τους κόλλησαν πάνω στο άλλο βλέμμα, σαν να αναγνωρίστηκαν μεταξύ τους. Τόσο απαράλλαχτες, όσο δυο πανομοιότυπα τριαντάφυλλα από τον ίδιο μίσχο. Σαν κάποιος να είχε κόψει το ίδιο κομμάτι ουρανού για τα μάτια τους και τα ίδια στάχυα για να φτιάξει τα μαλλιά τους… Το κέρασμα της ζωής μυρίζει ρόδα! Το σμίξιμό τους έγινε τόσο φυσιολογικά και απλά, όπως η ψιχάλα της βροχής που σημαδεύει τη γη. 

   Η Ντίνα άρχισε να κινεί τα νήματα. Βρήκε εκείνη τη μαία, η οποία μίλησε χωρίς ενδοιασμούς. “Μικρούλα είναι, θα κάνει κι άλλα παιδιά”, είχε πει ο γιατρός. Και έδωσαν το άλλο μωρό σε κάποιο άγνωστο ζεύγος…

    Ωστόσο ένα καινούριο βάσανο ξεπήδησε για την Ντίνα. Εκεί που είχε βρει το άλλο της κορίτσι, το έχασε ξανά. Η Αννίτα της γύρισε την πλάτη, καθώς πίστευε ότι η μάνα της την είχε δώσει με τη θέλησή της. 

    Η Αννίτα, μπλέχτηκε μέσα σε ένα ιστό από αμφιβολίες, που ποτέ δεν την άφησαν να φτάσει στην αλήθεια. Γιατί η αμφιβολία, σου κόβει το αίμα, κι ας θρέφει την ψυχή με σπόρους ελπίδας.

(αληθινή ιστορία)
Κατερίνα Μαυρομμάτη 6. 11. 2014