Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

                       ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΕΜΠΤΗ
                      Sine qua non
   



         Παρά την ηλικία της και τα γκριζόασπρα μαλλιά της, είχε στητή κορμοστασιά και η λεπτή της φιγούρα φανέρωνε ακμαιότητα και ζωηράδα. Βρήκε τη θέση της και κάθισε γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω, ήρεμη, αγνοώντας τα άτακτα συναισθήματα της απογείωσης. Η μνήμη της έριχνε λοξές ματιές στο παρελθόν. Τότε, στην πρώτη τους πτήση, όταν εκείνος τη ρωτούσε το΄να και τ’ άλλο για την Αθήνα. Τον πήγαινε παντού, να του γνωρίσει την επιδέξια τέχνη των αρχαίων, εκείνος δοκίμαζε δέος με το κλεινόν άστυ, καθόταν με τις ώρες μπροστά στη μαρμάρινη μαγεία του Ερεχθέα, σκιτσάροντας με το μολύβι του τα αγάλματα με τις κόρες, ανακαλύπτοντας κάθε φορά ότι δεν είχε μετρήσει καλά τους ανάλαφρους πέπλους τους…

       Εκείνη φιλόλογος, θεωρούσε ότι η αγάπη για τη μητέρα Ελλάδα ήταν το πρώτο χρέος της, για να του διδάξει. Όταν έχασε τον άντρα της, έξι χρονών το αγοράκι της, του έδωσε λες, ακόμα και την αναπνοή της. Μόνη, με αισθήσεις που αποκοιμήθηκαν στο εξής, σαν τρικυμία που απεικονίζεται σε πίνακα, δεν ξαναερωτεύτηκε πια. Μια ζωή αφιερωμένη σ’ εκείνον, τον ακριβό της, τον μονογενή της, που του άξιζε μια προνομιακή αγκάλη!... Η πτήση Κύπρος - Αθήνα ήταν από τα τερπνά του καλοκαιριού τους.

       Η αεροσυνοδός της πρόσφερε το κρύο γεύμα. Ούτε που το άγγιξε. Κοιτούσε πέρα τον ορίζοντα, καρφωμένη στην οβάλ γαλάζια φωτεινότητα. Σαν να είχε το νου της μη χάσει κάτι.



        Κοντεύουν στο “Ελευθέριος Βενιζέλος”. Πέμπτη φωτεινή, γενναιόδωρη μέρα… Η πτήση είναι ήσυχη σαν φρόνιμη μαθήτρια, αλλά η γυναίκα μοιάζει ταραγμένη… Την τριγυρίζει μια υπόγεια αίσθηση τρόμου. Η καρδιά της κτυπά λες και θα πηδήξει έξω, να βγει στους αιθέρες, να κάτσει στη ράχη των βουνών, που διακρίνονται πια κοντινά, καθώς η κάθοδος έχει αρχίσει. Νιώθει να της λείπει το οξυγόνο. Να παγώνει. Να αδειάζει από αίμα. Δεν έχει πια την υπόσταση ενός επιβάτη, έγινε χωρίς παρουσιαστικό, μετατράπηκε σε νεράιδα αέρινη, ονειροπαρμένη. Η ωχρή μορφή της χάνεται καθώς επιστρέφει εκεί. Το αεροπλάνο βρυχήθηκε από ένα ράγισμα που το ξέσκισε. Τώρα στροβιλίζεται σαν φύλλο του αέρα, κάνει κύκλους διαγράφοντας ένα μηδενικό μέσα στο ουράνιο χρώμα της μέρας. 

        “Είστε καλά; Μήπως θέλετε λίγο νερό;..” Το πήραν τ’ αυτιά της, αλλά δεν το άκουσε.

        Προσγειώνονται. Βγαίνει στην έξοδο και ξαναμπαίνει στις αναχωρήσεις. Με βήμα ταχύ σαν να γνωρίζει καλά κάθε εκατοστό του αεροδρομίου. Ανεβαίνει στο αεροπλάνο και δένει τη ζώνη της. Η αεροσυνοδός την αναγνωρίζει.

      “Εσείς δεν ήρθατε τώρα στην Αθήνα;.. Έγινε κάτι και επιστρέφετε;” Μοιάζει με παρανοϊκή γριά, με ζητιάνα αναμαλιασμένη. Ένα αιτιώδες χρέος την αναγκάζει να αναβλύζει τρέλα. 

         Αύριο είναι δεκαπενταύγουστο! Θα φορέσει εκείνο το ίδιο αεράτο φουστάνι, και θα πάει στο πανηγύρι μαζί με τον κόσμο καθώς η μπάντα θα πενθεί της Θεοτόκου το βιολογικό τέλος… 

      Έβγαλε από την τσάντα της το κραγιόν και έβαψε τα χείλη της. Με τις άκρες των δακτύλων άπλωσε λίγο και στα μάγουλα. Όπου να’ ναι φτάνουν στην Κύπρο. Δοκίμαζε ένα αίσθημα αλλόκοτο. Σαν να είχε συμμετάσχει σε μια αποστολή για την αποτροπή μιας επικείμενης καταστροφής… Αμέσως μετά πήρε ένα χαρτομάντηλο και με μια γρήγορη, σχεδόν έντρομη κίνηση, σκούπισε τα κοκκινάδια από τη μούρη της. Τελικά πιστεύει ότι δεν κατάφερε να εμποδίσει το κακό. Το έβλεπε ν’ αχνίζει και να πνίγει την πικρή της ζωή. 

        Το μνημόσυνο του γιου της, μετατράπηκε σ’ ένα sine qua non γεγονός, ένα απαραίτητο αμάρτημα, που το ζούσε κάνοντας κάθε χρόνο την πτήση εκείνη, την ίδια μέρα, πάνω από μια κοιμισμένη αυγουστιάτικη θάλασσα, ένα ταξίδι στον προμελετημένο πόνο, μια προϋπόθεση για να εκφράσει τον εαυτό της… Να μαντεύει τη φρικίαση της αγωνίας του παιδιού της, να βλέπει το τελευταίο παγερό τοπίο της ζωής του, να συναντά το θάνατό του, πέφτοντας στο βάθρο ανάμεσα στα σύννεφα.

      Μια μοιραία πτήση, παραμονή της Παναγίας, που έκανε την καρδιά της να μαίνεται και το μυαλό της να πιέζεται ολοένα σαν σπόρος σε πέτρινο ελιόμυλο.

      Μόλις προσγειώθηκαν, έβαλε τα κλάματα… 

      Πόσες φορές ακόμα θα πεθάνει αυτή η γυναίκα;...

       Αλλά ποιος θα της αφαιρέσει το προνόμιο να πεθαίνει κάθε Αύγουστο;


       Κατερίνα Μαυρομμάτη 9. 10. 2014